Ορθόδοξη Ρόδος News

Ορθόδοξη Ρόδος - Orthodoxy Rodos - Hellas Orthodoxia Ellinon


Ο άθεος που έγινε ερημίτης, και το Θαύμα του Οσίου Παϊσίου


Στα μέσα Μαΐου του 2010, λίγο μετά το τέλος της ακαδημαϊκής μας χρονιάς, η Έμιλι κι εγώ γυρίσαμε στην Κύπρο για νέες συζητήσεις με τον πατέρα Μάξιμο. Θεωρούσα ότι η δουλειά μου είχε ολοκληρωθεί ουσιαστικά, επομένως δεν χρειαζόμουν άλλο υλικό για το βιβλίο. 


Όμως, η Έμιλι επέμενε να γνωρίσω έναν Κύπριο επιχειρηματία τον οποίο δεν γνώριζε η ίδια, αλλά που, σύμφωνα με μια στενή φίλη της, τη Θέκλα, είχε μια εκπληκτική ιστορία την οποία έπρεπε να ακούσω.


Έχοντας ακούσει πολλές θαυμαστές και παραφυσικές ιστορίες, ήμουν απρόθυμος να επενδύσω κι άλλο χρόνο σε νέες γνωριμίες. Όμως, όπως συνήθως, η διαίσθηση της Έμιλι αποδείχθηκε απόλυτα εύστοχη.


Τελικά, πείσθηκα να γνωρίσω τον Γιάννη, τον άγνωστο με την ασυνήθιστη εμπειρία…


Ο Γιάννης στην αρχή αντιμετώπισε με καχυποψία τις προθέσεις της Έμιλι, όταν έλαβε το τηλεφώνημά της. «Πώς βρήκατε τον αριθμό μου;» ήταν η πρώτη του αντίδραση. 


Όπως φαίνεται, η ιστορία του ήταν ένα μυστικό που το γνώριζε μόνο ένας μικρός κύκλος έμπιστων φίλων. Η Θέκλα την είχε μάθει έμμεσα, από φίλους στην ενορία της είναι πάντα δύσκολο να κρατήσεις μυστικά στην Κύπρο Όταν, όμως, η Έμιλι του εξήγησε το λόγο του τηλεφώνημα της, ο άγνωστος μαλάκωσε κάπως.


«Έχω διαβάσει τα βιβλία του συζύγου σας», είπε. «Και δεν θα είχα αντίρρηση να του αφηγηθώ την ιστορία μου».


Μια Δευτέρα πρωί, δύο μέρες μετά το τηλεφώνημα της Έμιλι, ο Γιάννης έφτασε στο διαμέρισμά μας μαζί με ένα φίλο του, τον Σωτήρη, συνταξιούχο κρατικό υπάλληλο. Στην αρχή έδειχνε ανήσυχος, αλλά όταν αρχίσαμε να μιλάμε, ξεπέρασε την επιφυλακτικότητά του. 


Το γεγονός ότι ο φίλος του ήταν πνευματικός μαθητής του πατρός Μαξίμου μας βοήθησε να δημιουργήσουμε μια φιλική επαφή από την αρχή. Ύστερα από μερικά λεπτά προεισαγωγικών εξηγήσεων, ο Γιάννης άρχισε να αφηγείται την ιστορία του λεπτομερειακά.


Ήταν ένας πενηντάχρονος επιχειρηματίας, παντρεμένος, με δύο παιδιά, δύο κόρες εφηβικής ηλικίας. Σε ένα επιχειρηματικό ταξίδι σε μια πρώην σοβιετική δημοκρατία, τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν φυλακή με πλαστές κατηγορίες σωματεμπορίας.


Μας εξήγησε ότι οι δεσμοφύλακες στην πραγματικότητα ανήκαν σε ένα κύκλωμα τύπου μαφίας και η σύλληψή του έγινε με σκοπό να του αποσπάσουν λύτρα. 


Απαίτησαν τριάντα χιλιάδες ευρώ. Σύμφωνα με τον Γιάννη, η τοπική μαφία συνεργαζόταν με διεφθαρμένους πολιτικούς που είχαν διασυνδέσεις με το δικαστικό σύστημα της χώρας. «Κόντευα να τρελαθώ», μας είπε. «Δεν είχα ιδέα τι θα μου συνέβαινε και οι συνθήκες ζωής στη φυλακή ήταν άθλιες. Κρύωνα και πεινούσα».


Αφού δεν ήξερε την τοπική γλώσσα και δεν είχε κανέναν για να τον υπερασπιστεί, ο Γιάννης βρέθηκε σε έναν καφκικό εφιάλτη….


Η οικογένειά του στην Κύπρο αγωνιούσε. Η γυναίκα του κατάφερε να προσλάβει ένα δικηγόρο, ο οποίος ήρθε σε επαφή μαζί του. Μέσω του δικηγόρου, η θρήσκα μητέρα του του έστειλε την Αγία Γραφή και ένα βιβλίο με τους βίους των αγίων. 


«Δεν ήμουν θρήσκος άνθρωπος», εξήγησε ο Γιάννης. «Δεν είχα ξαναδιαβάσει ποτέ την Αγία Γραφή ούτε και κανένα άλλο θρησκευτικό βιβλίο. Όμως, μέσα σε εκείνη την ολοκληρωτική απόγνωση και απομόνωση, άρχισα να διαβάζω αυτά τα δύο βιβλία όταν δεν με έβλεπαν οι φύλακες, καθώς το διάβασμα απαγορευόταν».


Ένα βράδυ, καθώς ο Γιάννης ήταν ξαπλωμένος στην κουκέτα του τρέμοντας και νιώθοντας απαίσια, εμφανίστηκε στο κελί του ένας ηλικιωμένος μοναχός και του είπε ότι ήταν ο γέροντας Παΐσιος από το Άγιο Όρος.


Ο Γιάννης έσπευσε να μας διαβεβαιώσει ότι δεν είχε ξανακούσει ποτέ για τον Παΐσιο και δεν ήξερε ποιος ήταν.


Το βιβλίο με τους βίους των αγίων που του είχε στείλει η μητέρα του δεν έγραφε τίποτα για τον συγκεκριμένο γέροντα. 


«Ό γέροντας Παΐσιος σε εκείνο το όραμα μου είπε: “Τέκνον μου, μη φοβάσαι. Έχε πίστη και θα σε βοηθήσω να φύγεις από αυτό το μέρος. Αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς πως όταν γυρίσεις στην Κύπρο, θα αναζητήσεις το γέροντα Σεραφείμ και θα τον έχεις ως πνευματικό και εξομολογητή σου”.


Δεν είχα ξανακούσει ποτέ ούτε για το γέροντα Σεραφείμ», είπε ο Γιάννης. Μας είπε ότι είδε αρκετά ακόμα οράματα με το γέροντα Παΐσιο στο κελί του και ότι ο γέροντας του έδινε κουράγιο όσο κράτησε η εξάμηνη δοκιμασία του.


Ο Γιάννης δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν παραληρούσε και δεν έβλεπε πράγματα που δεν υπήρχαν. Επιπλέον, τα οράματά του ήταν θεραπευτικά. Απαλλάχθηκε από το φόβο του και άρχισε να ελπίζει ότι τα δεινά του θα λάμβαναν τέλος σύντομα.


Αν ήταν εκεί παρόντες συμβατικοί ψυχολόγοι ή ψυχίατροι για να ακούσουν την αφήγηση του Γιάννη, είμαι σίγουρος ότι θα ερμήνευαν τα οράματά του ως παραισθήσεις, αποκυήματα ενός εγκεφάλου υπό ακραία πίεση.


Δεν θα μπορούσαν να βγάλουν άλλο συμπέρασμα, αφού η συμβατική επιστήμη, λειτουργώντας στο πλαίσιο της αναγωγιστικής κοσμοθεωρίας της νεωτερικότητας, δεν προσφέρει άλλες εξηγήσεις.


Ήμουν σίγουρος, όμως, ότι η εμπειρία του Γιάννη δεν μπορούσε να εξηγηθεί με τέτοιο συμβατικό τρόπο. Έχω γνωρίσει προσωπικά ανθρώπους που είναι απόλυτα σώφρονες και φυσιολογικοί, αλλά έχουν βιώσει τέτοιες εμπειρίες και, έτσι, ήμουν ανοιχτός στο ενδεχόμενο αυτή η εμπειρία να ήταν αυθεντική.


Ο Γιάννης τόνισε ότι δεν είχε καμία αμφιβολία πως τα οράματά του ήταν πραγματικά. Με τη βοήθεια του δικηγόρου του, αποφυλακίστηκε προσωρινά μέχρι την εμφάνισή του στην παρωδία δίκης που θα γινόταν, όπως το έθεσε. Ο δικηγόρος του, όμως, τον συμβούλευσε να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία και να το σκάσει, γιατί, όπως τον προειδοποίησε, «δεν θα βρεις δικαιοσύνη εδώ και δεν θα μπορέσεις να φύγεις από τη χώρα ζωντανός». 


Ο Γιάννης κατάφερε να το σκάσει από τη χώρα. Ανησυχούσε ακόμη μήπως το κύκλωμα της μαφίας τον καταδίωκε μέχρι την Κύπρο και γι’ αυτόν το λόγο αντέδρασε καχύποπτα όταν έλαβε το τηλεφώνημα της’Εμιλι.


Με την επιστροφή του στην Κύπρο, ο Γιάννης ανακάλυψε ότι ο γέροντας Σεραφείμ ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο, ένας γερο-ερημίτης που συνδεόταν με ένα από τα αρχαία ορεινά μοναστήρια του νησιού.


Εκπληρώνοντας το αίτημα του γέροντα Παΐσιου, επικοινώνησε με το γέροντα Σεραφείμ για εξομολόγηση και πνευματική καθοδήγηση. Αυτός, με τη σειρά του, δέχθηκε τον Γιάννη ως μαθητή του. Έτσι, ο Γιάννης από αγνωστικιστής έγινε βαθιά θρήσκος.


«Βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων», μας είπε, «μπορώ να πω ότι η δοκιμασία μου ήταν το καλύτερο πράγμα που μου συνέβη στη ζωή μου. Μέσα από αυτήν ανακάλυψα τον Θεό».


Μία εβδομάδα αργότερα, η ‘Εμιλι κι εγώ, μαζί με τον Γιάννη και το φίλο του τον Σωτήρη, ταξιδέψαμε σε μια δασώδη απομακρυσμένη περιοχή στους πρόποδες του Σταυροβουνίου για να συναντήσουμε τον πατέρα Σεραφείμ.


Ο γέροντας Σεραφείμ ήταν μια πραγματική έκπληξη. Για ενενηντάχρονο μοναχό, ήταν απίστευτα ακμαίος και γεμάτος φωτεινή ενέργεια.


Πραγματικά, έδειχνε τουλάχιστον τριάντα χρόνια μικρότερος από την πραγματική του ηλικία. Λεπτός και με μέτριο ύψος, μου θύμισε έναν από εκείνους τους σπάνιους εντυπωσιακούς ενενηντάρηδες αθλητές που τρέχουν ακόμη σε μαραθώνιους.


Γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι ο γέροντας εξέφραζε όλους τους καρπούς του Πνεύματος που είχε συζητήσει μαζί μας ο πατήρ Μάξιμος και για τους οποίους είχε γράψει ο Απόστολος Παύλος.


Πραγματικά, ο πατήρ Σεραφείμ μου θύμισε το γέροντα Παΐσιο, τον οποίο είχα γνωρίσει το 1991, δύο χρόνια πριν αναπαυθεί. Όπως και Παΐσιος, ακτινοβολούσε μια άπλετη αφοπλιστική αγάπη και μια πηγαία χαρά που σε ηλέκτριζε. 


 


Η εύθυμη διάθεσή του, που θύμιζε επίσης το γέροντα Παίσιο, έκανε εγκάρδια τη συζήτηση και δημιουργούσε μια άμεση σύνδεση καρδιάς. Από προσωπική άποψη, χάρηκα όταν ανέφερε οτι είχε διαβάσει αρκετές φορές τις ελληνικές μεταφράσεις τον Όρους της Σιωπής και των Δώρων της Ερήμου και εξέφρασα μεγάλο θαυμασμό για τον πατέρα Μάξιμο.


Αφού ανάψαμε τα κεριά μας στο μικρό του παρεκκλήσι όπου έκανε τις ολονυκτίες και τις προσευχές του, ο γέροντας Σεραφείμ μας έδειξε το πλούσιο και περιποιημένα περιβόλι του, το οποίο φρόντιζε ο ίδιος. Αυτός και η ‘Εμιλι αντάλλαξαν πληροφορίες για διάφορα φυτά και τα μυστικά τους.


Μετά, καθίσαμε και οι πέντε σε παγκάκια κάτω από μια κληματαριά, ενώ ο γέροντας Σεραφείμ μας μίλησε για τη ζωή του. Στο μεταξύ, ο Γιάννης, δείχνοντας την εξοικείωσή του με το ερημητήριο, μας ετοίμαζε αναψυκτικά.


Μέχρι τα εβδομήντα του, ο γέροντας Σεραφείμ ήταν άθεος και ένα από τα πρώτα μέλη μεγάλου κόμματος του νησιού.


«Μπήκα στο κόμμα στα δεκαπέντε μου», μας είπε, «επειδή από πολύ νωρίς στη ζωή μου είχα ένα τρομερό πάθος με τη δικαιοσύνη. Κοίταζα γύρω μου και το μόνο που έβλεπα ήταν η εκμετάλλευση των φτωχών από τους πλούσιους. Οι μοναδικοί που πάλευαν για εντιμότητα και δικαιοσύνη ήταν οι συνδικαλιστές, οι οποίοι εκείνη την εποχή ήταν όλοι μέλη του κόμματος. Έτσι μπήκα στο κόμμα. Πίστευα ότι το κόμμα είχε τις απαντήσεις σε όλα τα προβλήματά μας. Η θρησκεία δεν ήταν για εμένα. Ήταν το όπιο του λαού». 


Ο γέροντας Σεραφείμ παντρεύτηκε και έκανε τρία παιδιά, δύο γιους και μία κόρη. «Αντίθετα από εμένα», μας είπε, «η γυναίκα μου ήταν πολύ θρήσκα και πήγαινε στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Τη συνόδευα μέχρι εκεί και μετά πήγαινα σε ένα κοντινό καφενείο κι έπαιζα χαρτιά ή τάβλι μέχρι να τελειώσει η λειτουργία. Μετά, γύριζα μαζί της σπίτι…»


«Φανταστείτε, δεν είχα μπει ποτέ μου σε εκκλησία από τα δεκαπέντε μου μέχρι τα εβδομήντα. Ήμουν άθεος επί πενήντα πέντε χρόνια!»


Ο γέροντας Σεραφείμ γέλασε τρανταχτά!


Μετά, συνέχισε λέγοντας ότι οι άνθρωποι που είχε γνωρίσει στο κόμμα δεν ήταν κακοί άνθρωποι. Είχαν καλές προθέσεις και ενδιαφέρονταν ειλικρινά για το κοινό καλό. Αυτοί ήταν που, στο διάστημα της βρετανικής κυριαρχίας, δούλεψαν ενεργά για να θεσπιστεί νομοθετικά η οκτάωρη εργασία και άλλοι νόμοι που προστάτευαν τα δικαιώματα των εργατών.


Σε ένα σημείο της ζωής του, λόγω οικονομικών δυσκολιών, ο πατήρ Σεραφείμ μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Λονδίνο, όπου έγινε επιτυχημένος επιχειρηματίας ανοίγοντας εστιατόρια που σέρβιραν ένα από τα τυπικά φαγητά των Άγγλων, ψάρι με τηγανητές πατάτες. Όλο αυτό το διάστημα παρέμεινε αφοσιωμένος στην ιδεολογία του. «Μου άρεσαν, επίσης, τα τυχερά παιχνίδια», πρόσθεσε γελώντας. «Ήταν ένα από τα πολλά μου βίτσια. Βλέπετε, δεν πίστευα σε τίποτα άλλο πέρα από την ύλη».


Ύστερα από αρκετά χρόνια στην Αγγλία, ο πατήρ Σεραφείμ επέστρεψε στην Κύπρο και επένδυσε τις οικονομίες του σε ένα ξενοδοχείο στη Λεμεσό. Τα παιδιά του έκαναν δικές τους οικογένειες κι αυτός επέστρεψε στις πολιτικές του δραστηριότητες.


Μια προσωπική κρίση, για την οποία δεν μας έδωσε λεπτομέρειες, άλλαξε ριζικά την κοσμοθεωρία του.


«Σε μια στιγμή απελπισίας», συνέχισε, «έπεσα στα γόνατα και φώναξα:


“Θεέ μου, αν υπάρχεις, δείξε μου ένα σημάδι της ύπαρξής σου και βοήθησέ με, με τα προβλήματά μου!”»


Αυτό ήταν ένα σημείο καμπής στη ζωή του πατρός Σεραφείμ, που, πριν γίνει μοναχός, λεγόταν Ανδρέας.


Βίωσε μια πνευματική εμπειρία, μια κλασική αποκάλυψη σαν του Παύλου στο δρόμο προς τη Δαμασκό, στην οποία, όπως είπε ο ίδιος, «εντελώς ξαφνικά οι ουρανοί άνοιξαν και είδα την εκθαμβωτική δόξα του Θεού».


Κούνησε το κεφάλι και είπε ότι, δυστυχώς, δεν υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις για να εξηγήσει τι του είχε συμβεί… Ένα πράγμα ήταν βέβαιο σε ηλικία εβδομήντα ετών, η συνειδητότητα του πατρός Σεραφείμ άλλαξε ριζικά.


Ενώ ήταν άθεος, μεταμορφώθηκε σε έναν βαθιά ευλαβικό πιστό, σε τέτοιο σημείο ώστε, με τη συναίνεση της γυναίκας του, αποφάσισε να γίνει μοναχός και να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σε συνεχή προσευχή και περισυλλογή. Μάλιστα, η γυναίκα του αποφάσισε να γίνει κι αυτή μοναχή και, μαζί με τον άντρα της, να αφιερώσει τα υπόλοιπα χρόνια της στην επιδίωξη της ένωσης με τον Θεό. Δυστυχώς, πέθανε τρεις μήνες μετά την απόφασή της να πάει σε μοναστήρι.


Ο πατήρ Σεραφείμ επισκέφθηκε μερικά μοναστήρια ζητώντας να γίνει δόκιμος μοναχός, αλλά τον απέρριπταν για τί ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία για να μονάσει.


Σε μια από τις μονές, ένας μοναχός του είπε ότι «τα μοναστήρια δεν είναι οίκοι ευγηρίας. Άλλωστε, δεν δεχόμαστε παντρεμένους εδώ.


Ο πατήρ Σεραφείμ (ή Ανδρέας εκείνη την εποχή) πήγε στο Άγιο Όρος και συμβουλεύτηκε έναν σεβαστό ερημίτη. Αυτός του είπε να επιστρέφει στην Κύπρο και τον διαβεβαίωσε ότι θα τον δέχονταν στην τελευταία μονή που τον είχε απορρίψει.


Με την επιστροφή του στο νησί, πήγε πάλι σε αυτό το μοναστήρι και δήλωσε: «Ήρθα εδώ για να μείνω και δεν έχω σκοπό να φύγω».


Ο γέροντας της μονής, ένας φημισμένος άγιος άνθρωπος που ήταν προικισμένος με διόραση (και ο οποίος έπαιξε επίσης ένα ρόλο στην αρχή της πνευματικής ζωής του πατρός Μαξίμου), έκανε μια μεγάλη συζήτηση μαζί του.


Συνειδητοποίησε ότι η εμπειρία του πατρός Σεραφείμ ήταν μια γνήσια εκδήλωση του Αγίου Πνεύματος και του έδωσε άδεια να παραμείνει στη μονή. Έτσι, ο πατήρ Σεραφείμ μεταβίβασε την περιουσία του στα παιδιά του και έγινε μοναχός.


«Επί δύο χρόνια», μας είπε ο πατήρ Σεραφείμ, «προσπάθησα να είμαι υποδειγματικός δόκιμος, δείχνοντας ολοκληρωτική υπακοή στον μοναστικό τρόπο ζωής και στο γέροντα. Ταυτόχρονα, επειδή είχα πολλές πρακτικές ικανότητες από τις εμπειρίες μου στον κόσμο, ήμουν πολύ χρήσιμος στη μονή. Δεν τους έγινα βάρος όπως φοβήθηκαν στην αρχή και κατέληξαν να εκτιμήσουν τη διαμονή μου εκεί».


Όμως, ο πατήρ Σεραφείμ βρήκε τη ζωή στη μονή πολύ εύκολη και λαχταρούσε μεγαλύτερες πνευματικές προκλήσεις. Βιαζόταν να προχωρήσει…


Το πάθος του ήταν να ενωθεί με τον Δημιουργό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε, πριν φύγει από αυτή τη ζωή. Η πνευματική εμπειρία του τον έκανε να νιώθει ανυπομονησία με οτιδήποτε λιγότερο. Ο γέροντας της μονής, που ήταν ο ίδιος τέσσερα χρόνια νεότερος από τον πατέρα Σεραφείμ, αναγνωρίζοντας τα ειδικά του χαρίσματα και την ασυνήθιστη πνευματική του κατάσταση, τον έκειρε «μεγαλόσχημο», που είναι το ανώτατο επίσημο αξίωμα για έναν μοναχό, το αντίστοιχο ενός διδακτορικού.


Επιπλέον, του έδωσε την ευλογία του για να γίνει ερημίτης και να αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή του σε ένα πιο αυστηρό πρόγραμμα προσευχής.


Ο πατήρ Σεραφείμ πήρε άδεια να χρησιμοποιήσει ένα ερημητήριο που ήταν ιδιοκτησία μιας άλλης μονής, σε μικρή απόσταση στο πευκόφυτο βουνό.


Εκεί, ζούσε με ακατάπαυστη προσευχή σχεδόν είκοσι χρόνια. Έτρωγε μόνο μία φορά τη μέρα, νήστευε τις περισσότερες μέρες του έτους και δούλευε μερικές ώρες κάθε μέρα στον κήπο του για να έχει να τρώει.


Επιπλέον, κάθε μέρα από τις εννιά μέχρι τις έντεκα το πρωί καλωσόριζε προσκυνητές που ζητούσαν πνευματική καθοδήγηση. Την περισσότερη ώρα, όμως, την περνούσε με προσευχή, ενώ κοιμόταν ελάχιστα. Κάθε βράδυ, ο πατήρ Σεραφείμ είχε ολονυκτία. Προσευχόταν για το καλό των άλλων και του κόσμου και για τη δική του σωτηρία.


«Δεν ήμουν ποτέ πιο ευτυχισμένος σε όλη μου τη ζωή», μας είπε με συγκίνηση στη φωνή του. Ο πατήρ Σεραφείμ ήταν ζωντανό παράδειγμα χαρούμενου ανθρώπου.


Βασισμένοι στο χρόνο που περάσαμε μαζί του, δεν είχαμε καμιά αμφιβολία ότι αυτά που μας είπε ήταν αλήθεια. «Η αγάπη και η ευσπλαχνία του Θεού για κάθε άνθρωπο είναι ανείπωτη, πιστέψτε με!» μας είπε επανειλημμένα. Ήταν το ίδιο μήνυμα που είχα ακούσει να επαναλαμβάνει ο γέροντας Παΐσιος όταν τον γνώρισα με τον Αντώνη και τον πατέρα Μάξιμο το 1991.


Ήταν επίσης το μήνυμα που είχαμε ακούσει από έναν άλλον σεβαστό ερημίτη στο πρόσφατο ταξίδι μας στο Αγιο Όρος.


Πραγματικά, εκείνος ο ερημίτης δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του καθώς μας μιλούσε για τη δύναμη της αγάπης του Χριστού για όλους τους ανθρώπους.


Όπως και ο πατήρ Σεραφείμ, μιλούσε με τη βεβαιότητα του ανθρώπου που είχε άμεση εμπειρία της αγάπης του Θεού για τα πλάσματά Του.


Ο πατήρ Σεραφείμ μας παρακίνησε να τον επισκεφθούμε πάλι στο ερημητήριό του και συμφώνησε ευχαρίστως όταν η Έμιλι του ζήτησε στην επόμενη επίσκεψή μας να φέρουμε μαζί μας το φίλο μας τον Βλαδίμηρο. Αφού ήταν και οι δύο πρώην μέλη του ίδιου κόμματος, θα είχαν πολλά πράγματα να συζητήσουν.


Όμως, ο απώτερος σκοπός της Έμιλι ήταν να βοηθήσει ο πατήρ Σεραφείμ τον Βλαδίμηρο να ξεπεράσει την κατάθλιψη και το φόβο του για τα γηρατειά και το θάνατο.


Την επόμενη εβδομάδα πήγαμε τους φίλους μας από τη Λεμεσό στο ερημητήριο του πατρός Σεραφείμ και ο γέροντας υποδέχθηκε εγκάρδια τον Βλαδίμηρο και τη γυναίκα του, την Ελενα, με την προσφώνηση «αγαπημένοι μου φίλοι».


Μιλώντας μαζί τους, τους αφηγήθηκε πολλές ιστορίες σχετικές με την προσωπική του μεταμόρφωση που τον έστρεψε από το κόμμα στην αποκλειστική αναζήτηση του Θεού.


Όμως, ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης ανάμεσα στον πατέρα Σεραφείμ και τον Βλαδίμηρο αφορούσε ανθρώπους και γεγονότα από τα πολλά χρόνια που είχαν περάσει και οι δύο στο ίδιο κόμμα. Αυτό από μόνο του αναζωογόνησε τον Βλαδίμηρο και τον έκανε να νιώσει άνετα με τον πατέρα Σεραφείμ.


Όμως, δεν ήταν σαφές εκείνη τη στιγμή αν αυτή η συνάντηση επηρέασε καθόλου την κοσμοθεωρία του Βλαδίμηρου.


Στο ταξίδι της επιστροφής στη Λεμεσό, συζήτησα με την Έμιλι και τους φίλους μας μερικές σκέψεις μου για το πώς μπορεί κανείς να κατανοήσει… τη ριζική μεταμόρφωση του πρώην άθεου.


Πηγή: Απο το βιβλίο: Ο μέσα ποταμός, του Κυριάκου Μαρκίδη, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ


 Ο Χρυσός Κανόνας


«Και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως, και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι. 


Και εάν δανείζητε παρ’ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα. πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχάριστους και πονηρούς, γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί» (Λκ. 6, 31, 36).


Τόσο απλά λόγια! Είναι τόσο απλά και τόσο φυσικά ώστε ο άνθρωπος, όταν πρώτη φορά ακούει ότι πρέπει να φέρεται στους άλλους έτσι όπως ήθελε οι άλλοι να φέρονται σ’ αυτόν, αισθάνεται αμηχανία. Κύριε! Πώς μόνος μου δεν το σκέφτηκα! Όλα τα σπουδαία και μεγάλα πράγματα είναι απλά και όλη η διδασκαλία του Χριστού είναι καταπληκτικά απλή. Απευθυνόταν στους ανθρώπους με απλή καρδιά. Την δέχτηκαν οι απλοί αλιείς από την Γαλιλαία και έγιναν φως για όλο τον κόσμο. 


Τον Χριστό ζητούσαν και μετά Τον ακολούθησαν κυρίως απλοί άνθρωποι γιατί ο λόγος Του είναι απλός και εύκολα αγγίζει την καρδιά του ανθρώπου. Όλη η διδασκαλία Του είναι κατανοητή και όμως πόσο μακριά απ’ αυτή είναι η δική μας πραγματικότητα!


Σπάνιο πράγμα να φερόμαστε στους ανθρώπους όπως θα θέλαμε να μας φέρονται αυτοί. Περιμένουμε από τους άλλους να μας σέβονται αλλά οι ίδιοι τους ταπεινώνουμε, θέλουμε να μας βοηθάνε, όταν υπάρχει ανάγκη, άλλά οι ίδιοι ποτέ δεν σκεφτόμαστε πως να βοηθήσουμε τον πλησίον.


Τι σημαίνει αυτό; Γιατί είναι έτσι τα πράγματα; Γιατί δεν φερόμαστε στους ανθρώπους όπως θέλουμε να μας φέρονται αυτοί; 


Δεν συμπεριφερόμαστε έτσι με όλους τους ανθρώπους. Στους πιο στενούς συγγενείς μας, στους ανθρώπους που αγαπάμε, στην γυναίκα μας, στα παιδιά μας, στον πατέρα και την μητέρα μας, φερόμαστε έτσι όπως το λέει ο Χριστός στις εντολές του, τους αγαπάμε σαν τον εαυτό μας και δεν τους κάνουμε αυτά που θα ήταν δυσάρεστα για μας αν μας τα κάνανε οι άλλοι. Ποια μητέρα, η οποία με όλη την καρδιά της αγαπάει το παιδί της, δεν προσφέρει σ’ αυτό όλη την αγάπη και την τρυφερότητα που έχει, ακόμα και την ζωή της; Έτσι ακολουθεί το νόμο του Χριστού.


Σ’ αυτούς όμως που ονομάζουμε πλησίον αλλά στην πραγματικότητα τους θεωρούμε ξένους δεν φερόμαστε με τον ίδιο τρόπο. Τι μας εμποδίζει να τους φερόμαστε έτσι όπως φερόμαστε σ’ αυτούς που αγαπάμε; Ο εγωισμός και η φιλαυτία μας, γιατί μόνο τον εαυτό μας αγαπάμε. Γι’ αυτό είμαστε καλοί με τους συγγενείς μας, επειδή τους αγαπάμε, και ψυχροί με τους άλλους, γιατί δεν τους αγαπάμε. Τον εαυτό μας φροντίζουμε και τον αγαπάμε και τους ανθρώπους γύρω μας δεν τους αγαπάμε, συχνά τους πικραίνουμε και τους προσβάλλουμε. 


Και αυτό που ζητά από μας ο Κύριος είναι τόσο φυσικό, τόσο καθαρό και τόσο ιερό «Και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Και στη συνέχεια λέει: «Και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί;… πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου».


Δύσκολο πράγμα ζητάει από μας ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Θέλει να αγαπάμε τους εχθρούς μας. Μήπως αυτό είναι εύκολο; Όχι, αλλά πάρα πολύ δύσκολο. Να αγαπάνε τους εχθρούς τους μαθαίνουν αυτοί που έχουν καθαρή καρδιά, που με όλη την καρδιά τους αγαπάνε τον Θεό και τηρούν τις εντολές του, αυτοί που μέσα τους κατοικεί το Άγιο Πνεύμα, το πνεύμα της ταπείνωσης, αυτοί που όλο το είναι τους διαποτίζεται από αγάπη. 


Αυτοί που έμαθαν να αγαπάνε τους εχθρούς και τους ανθρώπους που τους μισούσαν, νικούσαν με αγάπη τους αντιπάλους τους. Με τη δική τους αγάπη μάζευαν πάνω στο κεφάλι των έχθρων τους αναμμένα κάρβουνα, έκαναν την καρδιά τους να καίει και μ’ αυτό τον τρόπο από εχθρούς τους κάνανε φίλους.


Ο Κύριος λέει να μην περιμένουμε ανταπόδοση για το καλό που κάνουμε στους άλλους και μας υπόσχεται μεγάλη ανταμοιβή, μας υπόσχεται αιώνια χαρά και αγαλλίαση και λέει ότι θα γίνουμε υιοί του Υψίστου. «Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί»… «Ότι αυτός χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς». Στέλνει βροχή σε όλους τους ανθρώπους, και καλούς και μη, και τον ήλιο διατάζει να φωτίζει όλο τον κόσμο. 


Πού βρίσκεται η ρίζα της ευσπλαχνίας; Η ρίζα της ευσπλαχνίας είναι η συμπόνοια. Η συμπόνοια είναι το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της αγάπης. Εκεί όπου υπάρχει η αγάπη υπάρχει και η συμπόνοια, γιατί δεν μπορεί να αγαπάει κανείς και να μην συμπάσχει. Δεν μπορεί να μην βοηθάει αυτούς που έχουν ανάγκη. Και το κάνει χωρίς να περιμένει τίποτα, καμία ανταπόδοση.


Από την καθαρή αγάπη πηγάζει η ευσπλαχνία, αυτή μας κάνει να πραγματώνουμε αυτές τις εντολές του Χριστού, να δανείζουμε σ’ αυτούς που δεν περιμένουμε να πάρουμε πίσω και να κάνουμε άλλα διάφορα έργα. Αυτόν που έτσι ενεργεί περιμένει μεγάλη χαρά, αυτός θα κληθεί υιός του Υψίστου. 


Ξέρετε τι λέει ο Κύριος Ιησούς Χριστός για την φοβερά του Κρίση, γιατί θα δικαιωθούν οι δίκαιοι; Μόνο εξαιτίας της αγάπης τους και για τα έργα της αγάπης που είχαν κάνει. Θα κληθούν υιοί του Υψίστου και θα λάμψουν σαν τα άστρα του ουρανού. Και αυτοί που δεν είχαν αγάπη και δεν έκαναν έργα ελεημοσύνης θα κληθούν υιοί του διαβόλου και θα μοιραστούν μαζί του την αιώνιο βάσανο.


Από τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, το μέγα απόστολο της αγάπης, έχουμε μάθει ότι η αγάπη είναι πλήρωμα όλου του νόμου. Η ευσπλαχνία είναι και αυτή όλος ο νόμος του Χριστού, διότι και αυτή πηγάζει από αγάπη. 


Τι λοιπόν πρέπει να κάνουμε για να αποκτήσουμε την αγάπη; Ω, αυτό είναι μεγάλη υπόθεση, είναι ο σκοπός της ύπαρξής μας, όλης της ζωής μας. Γι’ αυτό μας έπλασε ο Θεός, για να Τον πλησιάζουμε. Γι’ αυτό ζούμε, για να γίνουμε υιοί του Υψίστου, για να τελειοποιούμαστε και να Τον ποθούμε.


Ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσουμε;


Να πορευόμαστε διά μέσου της στενής πύλης, την ακανθώδη και τεθλιμμένη οδό, χωρίς να φοβόμαστε την θλίψη και τον πόνο γιατί είναι η αρχή του καλού. Πρέπει να ακολουθήσουμε την οδό των θλίψεων, εφαρμόζοντας στη ζωή μας τις εντολές του Χριστού. Με ακούραστη προσευχή και νηστεία πρέπει να επιδιώκουμε την στενή κοινωνία με τον Θεό. 


Αυτοί έχουν αποκτήσει την αγάπη που σαν τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ μέρα και νύχτα προσεύχονταν και ζούσαν στην εγκράτεια. Τις καρδιές τέτοιων ανθρώπων ο Κύριος καθαρίζει από κάθε ακαθαρσία, διότι το Άγιο Πνεύμα μόνο στην ταπεινή καρδιά μπορεί να κατοικήσει. Πρέπει να αποκτήσουμε την πραότητα και την ταπείνωση και τότε θα έλθει η θεία αγάπη.


Υπάρχει ανάγκη πολλά να ζητάμε όταν μετανοούμε και προσευχόμαστε για τις αμαρτίες μας. Αλλά η πρώτη μας αίτηση πρέπει να είναι αυτή, να καθαρίσει από την κακία ο Κύριος την καρδιά μας και να μας χαρίσει τις αρετές, την πραότητα, την ταπείνωση και την θεία αγάπη. Ας μην ξεχνάμε ποτέ την πιο χρήσιμη προσευχή, αυτή στην οποία ζητάμε αγάπη. 


Να προσεύχεστε και με τα δικά σας λόγια, έτσι όπως σας φωτίσει ο Θεός. Μπορείτε, για παράδειγμα, με τον εξής τρόπο- «Κύριε, δώσ’ μου την θεία αγάπη, μάθε με να αγαπάω όλους τους ανθρώπους, και αγενείς και αναιδείς, ακόμα και ανόητους και ασεβείς, όπως Εσύ, Κύριε, όλους μας αγαπάς, τους καταραμένους και αμαρτωλούς ανθρώπους».


(Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, “Λόγοι και Ομιλίες”, Τόμος Γ’, Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”)

Ο μεγάλος Πνευματικός πόλεμος


Θα ήταν ωφελιμώτερο να σιωπούσαμε μάλλον, για να μη διακόψουμε την κατανυκτική διάθεσι της ψυχής μας από την ωφελιμότατη ανάγνωση που προ ολίγου κάναμε στην τράπεζα από τον Συναξαριστή. 

 


Αλλά επειδή μας δόθηκαν μερικές αφορμές να εξηγήσουμε μερικά πράγματα από τη συνέχεια αυτών που διαβάσαμε, τα οποία μας απασχολούν συχνά στη ζωή μας, θα μιλήσουμε και πάλι. 


Η ανάγνωση ήταν περί της θαυμάσιας οπτασίας του Γέροντα και Ηγουμένου Κοσμά Μοναχού, που είναι γνωστή σ’ όλη την ιστορία της Εκκλησίας μας. Σε πολλά σημεία αυτής της θαυμαστής διηγήσεως θα μπορούσαμε να σταθούμε, αλλά τώρα θα μείνουμε σε δύο.


Το ένα είναι η περιγραφή κατά το ανθρωπίνως δυνατόν, όπως και ο ίδιος ο οσιώτατος Γέροντας διηγήθηκε, των υπερφυσικών και απερίγραπτων αγαθών «τα οποία ετοίμασε ο Θεός για όσους τον αγαπούν» και μας αρκεί ο λόγος του Παύλου για την ασύλληπτη ποιότητά τους, επειδή τα δικά μας μέσα και όργανα δεν μπορούν να τα φανταστούν και να τα παραστήσουν. 


Λέει? «μάτι δεν τα είδε κι ούτε τ’ άκουσε αυτί κι ούτε που τα ’βαλε ο λογισμός του ανθρώπου»(Α΄Κορ. 2, 9)


Και αυτά είναι οι θεοπρεπείς ενέργειες της πατρικής του Θεού Παναγάπης, οι οποίες κατατάσσουν όσους «τον δέχτηκαν» στην υιοθεσία, ώστε να αισθάνονται «κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Υιού του». Και πολλά άλλα χωρία της Γραφής μαρτυρούν αυτό το πλήρωμα του προορισμού μας στην επέκταση της κατά χάριν θεώσεως, όπου και ολοκληρώνεται η θεία οικονομία. Όλα αυτά τα αγαθά δεν υπερβαίνουν δικαίως κάθε περιγραφή; 


Στη διήγηση ακούσαμε για τον χώρο της μελλούσης ζωής. Με βάση αυτό το σημείο επεκτεινόμαστε θεωρητικά και σε άλλα, κατά τη δύναμή του ο καθένας, και εφαρμόζουμε το λόγιο του Αββά Ησαΐα, ερεθίζοντάς μας σε ζήλο, «να θυμάσαι τη βασιλεία των ουρανών και ο πόθος της σιγά-σιγά θα σε ελκύσει».


Το άλλο που θα αναφέρω, είναι η περιγραφή των πονηρών πνευμάτων και του αρχηγού τους, οι οποίοι αδίστακτα και ακούραστα επινοούν τρόπους για την καταστροφή μας. Ο τελευταίος λόγος του αρχηγού των δαιμόνων, που απηύθυνε στον όσιο Γέροντα, είναι δηλωτικός της αδιάλειπτης κακουργίας τους εναντίον μας με βαθύτερα και σημαντικότερα για μας διδάγματα· «κι αν μου ξέφυγες τώρα, δεν θα πάψω να προκαλώ σκάνδαλα και πειρασμούς στο Μοναστήρι σου και σε σένα τον ίδιο». 


Αυτές ήταν οι δηλώσεις του Εωσφόρου προς τον άγιο Μοναχό που ξέφυγε από τα δίχτυα του. Δεν μας είναι άγνωστη η διαβολική κακουργία από την πατερική μας παράδοση. Αλλά και εδώ, ακριβώς τώρα, μαθαίνουμε πού έχουν τη ρίζα τα πολύμορφα κακά και δεινά, τα οποία νύχτα-μέρα μας ταράζουν, ώστε πολλές φορές να προκαλούν την αδράνειά μας στον αγώνα μας, να μη πω και τη θλιβερή μας οπισθοχώρηση.


Στον πρακτικό τομέα της χριστιανικής μας αγωγής βρίσκεται η ουσία και λεπτομέρεια του στόχου και του σκοπού. Εδώ φαίνεται και δοκιμάζεται ο καθένας και ή κερδίζει ή χάνεται. Αυτό είναι που διερωτάσθε πολλές φορές, γιατί και από πού οι τόσες αλλοιώσεις και μεταπτώσεις και μεταβολές που μας συμβαίνουν; Κατά το λόγο του Κυρίου μας, «δεν γίνεται να μην έλθουν τα σκάνδαλα». Αυτό μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε το συνεχή πόλεμο. Εδώ θα εισέλθουμε βαθύτερα για να ανακαλύψουμε τους παράγοντες που προκαλούν την κρούση. 


Όποιος δεν έχει πείρα του πνευματικού νόμου διερωτάται? «τί μου συμβαίνει; Ενώ είμαι ο ίδιος και τίποτε από την πρόθεσή μου και την απόφασή μου δεν άλλαξε, ούτε ο τόπος και το περιβάλλον μου, πώς μου συμβαίνουν τώρα όλα αυτά τα αντίθετα αισθήματα και η επίμονη βία να υποκύψω σε νοήματα και πράξεις που κατέκρινα και απέβαλα από τον εαυτό μου; Έπειτα, από πού προέρχονται οι τόσες ταραχές, οι διαφωνίες, οι ερεθισμοί, οι συγκρούσεις, και —γενικά— τα σκάνδαλα, που με παράλογο και βίαιο τρόπο προσπαθούν να επικρατήσουν, αφού συγκρινόμενα δεν έχουν ούτε λόγο, ούτε θέση και ούτε είναι ποτέ δυνατόν να σταθούν;».


Στην περικοπή της παραβολής των ζιζανίων ο Κύριός μας μιλά για τον εχθρό άνθρωπο που σπέρνει τα ζιζάνια. Και να, σήμερα στη διήγηση που ακούσαμε με το ίδιο το στόμα του αγίου Γέροντα, μόνος του ο πονηρός διάβολος μας φανερώνει ότι αυτός είναι που προκαλεί τα δεινά και δηλώνει απερίφραστα και με καύχηση ότι θα συνεχίσει το ίδιο διαβολικό έργο σε όλη μας τη ζωή. Και ο Κύριός μας με την ανοχή του να μην εκριζώσει πρόωρα τα ζιζάνια από το σιτάρι μέχρι το θερισμό, μας δίνει την ίδια εικόνα. 


Υπάρχουν και άλλες αιτίες που προκαλούν αλλοιώσεις, κατά τη γνώμη των Πατέρων μας, τις οποίες θ’ αναφέρουμε ίσως άλλη φορά. Τώρα θα πούμε μόνο για τη διαβολική επήρεια, που είναι η πλέον σημαντική στον αγώνα μας σαν παμπόνηρη και αδιάλειπτη και σκληρή. Αν και έτσι αξίζει να περιγράψουμε τη διαβολική ιδιότητα, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι έτσι και αυτό αποδεικνύεται και από τη Γραφή και από τους Πατέρες. Στο Ευαγγέλιο ο Κύριός μας λέει ότι «ο άρχοντας αυτού του κόσμου εκδιώχθηκε και καταδικάστηκε» και ο Δαβίδ πάλιν ότι «η δύναμη του εχθρού χάθηκε οριστικά».


Οι δε Πατέρες μας, με την πολύπλευρη και μεγάλη εμπειρία τους, οι κατ’ ευθείαν αντίπαλοι και νικητές του, μας ερμήνευσαν στα συγγράμματα και τους βίους τους πως στους προσεκτικούς είναι εντελώς αδύνατος και στερημένος κάθε εξουσίας και μόνο αυτό μπορεί, να παρακινήσει με τη μορφή προσβολής. Είπα στους προσεκτικούς, και αναρωτιέμαι? είμαστε από την τάξη των προσεκτικών; Νομίζω και πιστεύω, ότι είναι το αναφαίρετο δικαίωμά μας. Επειδή είμαστε έξω από τα συστήματα του κοινωνικού και οικογενειακού βίου, που δημιουργούνται οι μέριμνες των αναγκών και των υποχρεώσεων, και ελεύθεροι από τις ασχολίες τους, ανήκουμε στην τάξη των προσεκτικών, αυτών που μπορούν να τηρούν τον νου. 


Αυτό αναφέρεται και στο βίο του Μεγάλου Πατέρα μας Αντωνίου? όταν τον ρωτούσαν οι φιλόσοφοι του κόσμου, τί περισσότερον έχουν οι Μοναχοί, τους αποκρίθηκε ότι «εμείς νουν τηρούμε» και ομολόγησαν την αδυναμία τους σ’ αυτό το σημείο. Πολλές φορές επέμεινα σ’ αυτό και δεν θα σταματήσω να το επαναλαμβανω, γιατί είναι ακριβώς το κέντρον του στόχου μας.


Η τήρηση του νου είναι για τον Μοναχό το κύριο έργο και καθήκον του, γιατί μόνον έτσι θα «τηρεί με κάθε προσοχή την καρδιά του» και θα «σκοτώνει πολύ νωρίς τους αμαρτωλούς λογισμούς» και θα επαναλαμβάνει με ευχαρίστηση τα λόγια του ψαλμού «ταλαίπωρη Βαβυλώνα…, μακάριος θα είναι εκείνος, που θα κρατήσει στα χέρια του τα βρέφη σου και θα συντρίψει κτυπώντας αυτά στους βράχους»( Ψαλμ. 136, 8-9). 


Ο εξωρισμένος και πεσμένος διάβολος, μη έχοντας θέση μέσα και γύρω, πολεμά από μακριά στέλοντας τους λογισμούς ως βέλη, που στην πνευματική γλώσσα ονομάζεται «προσβολή». Αυτός είναι ο μόνος τρόπος, με τον οποίο μπορεί να πλησιάσει και επηρεάσει τον άνθρωπο, υπενθυμίζοντας εικόνες και γεγονότα του παρελθόντος.


Εάν ο άνθρωπος, και μάλιστα ο Μοναχός, βρίσκεται σε επιφυλακή και «τηρεί το νου», ελέγχει το λογισμό που πλησιάζει και ρωτά, «είσαι δικός μου η εχθρικός;», οπότε ο λογισμός είναι υποχρεωμένος ν’ απαντήσει. Βλέπετε η πανσοφία των Πατέρων μας μάς παρέδωσε με λεπτομέρεια όλη την πρακτική και θεωρητική επιστήμη όλης της ζωής μας, της εργασίας και συμπεριφοράς, της διαμονής και διατροφής, της ενδυμασίας και των νυχθημερών μας προσευχών και, γενικά, όλου του κύκλου των σκέψεων και κινήσεών μας, ώστε καθετί που μας πλησιάζει σαν προσβολή να είναι χωρίς κάλυμμα και φανερή από που έρχεται και τι ζητά.

Με βάση τα προγράμματα της Πατερικής παραδόσεως και ζωής γνωρίζουμε αμέσως το παράλογο —όταν είναι παράλογος— του λογισμού που πλησίασε και τον απορρίπτουμε κατά το παράδειγμα του Κυρίου μας στην έρημο, όπου νήστεψε και πολέμησε το διάβολο, για να μας διδάξει την τέχνη. Εκεί ακριβώς ο Ιησούς μας ήταν Μοναχός? νήστευε, αγρυπνούσε, ακτημονούσε, παρθένευε και προσευχόταν. Ω! τι ωραία εικόνα για όσους θέλουν να τον μιμηθούν!


Στη ζωή μας υπάρχουν πολλά στοιχεία, που μας βοηθούν να συλλάβουμε τη διαβολική κακουργία και ν’ αποκλείσουμε αμέσως τον σατανά. Στη φιλαυτία, το περιεκτικό αυτό κακό, θ’ αντιτάξουμε το λόγο του Αρχηγού της σωτηρίας μας «ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ψωμίο»· στον εγωϊσμό το «δεν πρέπει να βάλω σε δοκιμασία τον Κύριο, τον Θεόν μου»? πιστεύοντας απόλυτα στην Πατρική του κηδεμονία θ’ αντιμετωπίσουμε την απληστη πλεονεξία με το «φύγε από μπροστά μου σατανά? μόνο τον Κύριο τον Θεόν μου θα προσκυνήσω και αυτόν μόνο θα λατρέψω». 


Προβάλλοντας ο διάβολος το παράλογο και άσκοπο φροντίζει και να το συγκαλύψει με εύλογη πρόφαση. Αλλοιώς είναι αδύνατο ν’ απατήσει. Γι’ αυτό χρειάζεται συνεχώς η νήψη, για να μην κερδίζει ο απατεώνας.


Επειδή όμως ο κοινοβιακός τρόπος της ζωής μας, ως κοινωνικότερος, δεν παρέχει απολύτως τα στοιχεία της ησυχίας, που έχουν οι ερημίτες και αγωνίζονται απερίσπαστοι, υπάρχει και άλλος τρόπος εξ ίσου αποτελεσματικός, που αντικαθιστά πλήρως την εργασία της νήψεως. Οι Πατέρες τονίζουν την ακρίβεια της συνειδήσεως στα καθήκοντά μας γενικά και υποστηρίζουν ότι μόνον αυτό φθάνει να οδηγήσει τον άνθρωπο στην κατόρθωση του προορισμού του.


Όταν συνειδητοποιούμε το λόγο της Γραφής «είναι καταραμένος όποιος κάνει το έργο του Κυρίου με αμέλεια» και το «υπηρετήστε τον Κύριο με φόβο, για να δοκιμάσετε στην καρδιά σας την αγαλλίαση, που φέρει η ευλάβεια προς τον Θεό και ο φόβος», φροντίζουμε όλα μας τα έργα και τα νοήματα να είναι κατά Θεόν. 


Στα τυπικά των Κοινοβίων της Αιγύπτου και της Λιβύης παλαιότερα, και κατόπιν των Στουδιτών, αναφέρονται με λεπτομέρεια οι κανόνες, που με πολλήν ακρίβεια τηρούσαν οι Πατέρες ακόμη και στα πιο ασήμαντα πράγματα. Ο Όσιος Πατέρας μας Συμεών ο νέος Θεολόγος αναφέρει πολλά στις Κατηχήσεις του και ειδικά για τη φυλακή-προσοχή της συνειδήσεως, για την οποίαν έδειξε πολλή σπουδή και προσοχή στο βίο του, καθώς ο ίδιος λέγει.


«Μην είστε οκνηροί σ’ ό,τι πρέπει να δείχνετε ζήλο, να έχετε πνευματικό ενθουσιασμό, να υπηρετείτε τον Κύριο»(Ρωμ. 12, 11) παρακινεί ο Παύλος. Αλλά δεν έχει τόσο σημασία η απόδοση της εργασίας που παρέχει η διακονία, όσον η ακρίβεια της συνειδήσεως στο σκοπό για τον οποίον έγινε η διακονία, «γιατί ο Θεός αγαπά αυτόν που δίνει με ευχαρίστηση»(Β΄Κορ. 9, 7).


Με βάση το θείο θέλημα, που εκφράζεται με τις θείες εντολές, ρυθμίζουμε όλες μας τις κινήσεις και, τότε, η διαβολική πονηρία αποκαλύπτεται εξ αρχής με την πρώτη προσβολή. Σπάνια ενεργεί απ’ έξω ο πονηρός μέσω κάποιου οργάνου, προσώπου ή πράγματος. Το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου γίνεται από μέσα με τους λογισμούς. 


Εάν ο Μοναχός βρίσκεται οχυρωμένος στο φρούριο της υπακοής, καμία προσβολή —όσο και αν φαίνεται ευλογοφανής— δεν μπορεί να παρασύρει το νου στο «συνδυασμό», δηλαδή στο να την περιεργασθεί. Ο αληθινός Μοναχός, που είναι τύπος υπακοής, δεν παραδέχεται καμμιά από πουθενά υπόδειξη ή εντολή εκτός από το νόμιμο Πατέρα ή το υπεύθυνο πρόσωπο της αδελφότητας, διότι δεν υπακούει στο δικό του θέλημα. Ο μονογενής Υιός του Θεού, ο ανακαινιστής της φθαρμένης φύσεως μας, μας δίδαξε την υπακοή σαν το κατ’ εξοχήν φάρμακο της θεραπείας.


Η πείρα της πρώτης ήττας του πρωτοπλάστου μας δίδαξε να μη πιστεύουμε στους δικούς μας λογισμούς, γιατί αυτούς δανείζεται ο σατανάς και μας μεταφέρει την απάτη, η οποία δεν είναι άλλο παρά η παράβαση της εντολής του Θεού. Πολλές φορές πέφτουμε στη πλάνη με την πρόφαση της λογικής και έτσι χάνουμε το νόημα του σκοπού. Δεν είμαστε εργάτες ούτε εργαλεία παραγωγής, αλλά πιστοί υπήκοοι Εκείνου που μας χάραξε αυτόν το δρόμο και γι’ αυτό σωζόμαστε «από την πίστη και όχι από τα έργα». 


Ο Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του, η οποία είναι μάλλον ύμνος, αναφέρει περί του τρόπου της δικαιώσεως-σωτηρίας όλων των αγίων ότι έγινε «με την πίστη». Ο Αβραάμ, το πρότυπο του πραγματικού ανθρώπου του Θεού, «πίστευσε στον Θεό και γι’ αυτή του πίστη ο Θεός τον αναγνώρισε δίκαιο»(Ρωμ. 4, 3).


Με το σύνδεσμο της μεταξύ μας αγάπης και την ακρίβεια του νοήματος της υπακοής κρατούμε αναμμένη την λαμπάδα της συνειδήσεως, που μας φωτίζει στις σκοτεινές παγίδες του σατανά, ο οποίος με άπειρες προφάσεις και λογικές προσπαθεί να μας απατήσει. Αλλά, κατά το λόγο της Γραφής, μένουμε πανέτοιμοι, ώστε όταν «η οργή ενός άρχοντος ξεσπάσει και στραφεί εναντίον σου, μη ταραχθείς και μη δώσεις αφορμή»(Εκκλ. 10, 4). 


Συνοψίζοντας, αναφερόμαστε στα δύο σημεία, στα οποία στρέψαμε την ομιλία μας: α) η συνεχής μνήμη της βασιλείας των ουρανών που μας περιμένει και β) η βαθύτερη γνώση της λύσσας του εχθρού μας διαβόλου κατά πόλεμό του εναντίον μας.


Αυτά επιτυγχάνονται με τη σωστή εργασίας του νου, γι’ αυτό και «νουν τηρούμε», όπως oι Πατέρες μας παρέδωσαν. Όταν ο νους γρηγορεί με τη νήψη, ελέγχει τους λογισμούς που μας προσβάλλουν, ποιοι είναι δικοί του και ποιοι είναι ξένοι και παρείσακτοι, και ερευνά το σκοπό που επιδιώκουν. Οι φυσικοί λογισμοί είναι απλοί, κινούμενοι μεταξύ χρείας και καθήκοντος με κεντρικό σκοπό τις εντολές του Θεού, οπότε η ψυχή και η συνείδηση ηρεμούν? αυτή είναι η φυσική κίνηση.


Όταν ο λογισμός είναι ξένος και άρα, πονηρός, τότε είναι σύνθετος και όχι απλός. Δηλαδή, βρίσκεται μεταξύ νοήματος και πάθους, και αμέσως προκαλεί στη ψυχή αυτών που προσέχουν ανησυχία για τις σκέψεις που ακολουθούν για την κάλυψη του παραλόγου, που περιέχεται στο πάθος με το οποίο είναι ενωμένο το νόημα. 


Νόημα είναι η σκέψη και περιγραφή κάποιου πράγματος ή προσώπου που χρειάζεται ή και όχι. Και αυτό δεν είναι ούτε υπεύθυνο ούτε κακό σαν απλή σκέψη, γιατί κανένα πράγμα δεν είναι από μόνο του κακό, αλλά μόνο η κατάχρησή του το μεταβάλλει σε κακό. Το πάθος όμως που το ακολουθεί μεταβάλλει το σκοπό του νοηθέντος πράγματος σε εμπαθή χρήση και συνεχίζει την παράταση των λογισμών στην εφεύρεση τρόπου καλύψεως του πράγματος θεμιτά ή αθέμιτα.


Και εδώ, αν η συνείδηση δεν σκοτιστεί και ενεργεί, ανίσταται και ελέγχει. Αυτή είναι η ταραχή, που απουσιάζει από τους απλούς και φυσικούς λογισμούς.


Αυτές οι λεπτομέρειες είναι για μας τους Μοναχούς. Αλλά γι’ αυτό γίναμε Μοναχοί, ώστε απερίσπαστοι και αμέριμνοι να ασχολούμαστε με τον εσωτερικό άνθρωπο, όπου αρχίζει και τελειώνει η καθαρότητα της καρδίας και, καθώς γνωρίζουμε, «όσοι έχουν καθαρή καρδιά, αυτοί θα δουν το πρόσωπο του Θεού». Αμήν.


Γέροντος Ιωσήφ, Λόγοι Παρακλήσεως, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15, σ. 131-138, σε νεοελληνική απόδοση. 

 




Η μετά θάνατον ζωή


Οι υπόδικοι νεκροί

- Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;

- Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά «φαϊντά γιοκ»[52], δηλαδή δεν ωφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ’ αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.

Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.

- Γέροντα, πως είναι τώρα οι κολασμένοι;

- Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα Κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.

- Και οι Άγιοι και ο ληστής[53];

- Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, αλλά δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, αλλά δεν έχουν λάβει την τελική καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», παρατείνει – παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα Κρίση.

Η προσευχή και τα μνημόσυνα 
για τους κεκοιμημένους[56]

- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχωνται;

- Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.

Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τι να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ’ αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή [55] του και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμη μπορεί να τους μεταφέρη και σε «δωμάτιο» ή σε «διαμέρισμα».

Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να [54] βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.

Ο Θεός θέλει να βοηθήση τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώση δικαίωμα στον διάβολο να πη: «»Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχώμαστε για τους κεκοιμημένους. Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνη. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.

Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι. «Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία»[57], λέει η Γραφή. Στον κόσμο μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, για να τα διαβάσουν οι ιερείς. Και βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο και για τους κεκοιμημένους και για τον Άγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία του.

- Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;

- Εμ, όταν μπαίνη κάποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνη κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός – θέλω να πω, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν – και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη[58] σε φτωχούς για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθή ο Θεός και να τον ελεήση. Έτσι, ό,τι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.

Έχω υπ’ όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: «Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου. ‘’Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσης· με ξέχασες και υποφέρω’’. Πράγματι, μου λέει, εδώ και είκοσι μέρες είχα ξεχασθή με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν».

- Όταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;

- Άμα κάνης κομποσχοίνι γι’ αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάη μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθή γι’ αυτούς! Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.

- Γέροντα, με απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δεν είχε καμμιά σχέση με την Εκκλησία.

- Δεν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγμή. Πότε σε απασχολεί; κάθε Σάββατο;

- Δεν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί το Σάββατο;

- Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμημένοι.

- Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχωνται γι’ αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;

- Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχωμαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ. και στο τέλος λέω «και υπέρ ων τα ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν». Αν καμμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθή στον πόλεμο, τον είδα ολόκληρο μπροστά μου μετά την Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονευόταν στην Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.

Το καλύτερο μνημόσυνο 
για τους κεκοιμημένους

Το καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγματα και από τα ψυχικά πάθη, εκτός από την δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό. Αν εμείς δεν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κεκοιμημένοι γονείς μας, ο παππούς μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές. «Δες τι απογόνους κάναμε!», λένε και στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγιναν συνεργοί να γεννηθούμε και ο Θεός κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να τους βοηθήση. Αυτό δηλαδή που θα δώση χαρά στους κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε στον Θεό με την ζωή μας, ώστε να τους συναντήσουμε στον Παράδεισο και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.

Επομένως, αξίζει τον κόπο να χτυπήσουμε τον παλαιό μας άνθρωπο, για να γίνη καινός και να μη βλάπτη πια ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους ανθρώπους, αλλά να βοηθάη και τον εαυτό του και τους άλλους, είτε ζώντες είναι είτε κεκοιμημένοι.

Η παρρησία των δικαίων προς τον Θεό

- Γέροντα, στην προς Αρχαρίους Επιστολή σας γράφετε: «Παρόλο που καταλαβαίνουν οι αληθινοί μοναχοί ότι αυτό που απολαμβάνουν σ’ αυτήν την ζωή είναι μέρος της χαράς του Παραδείσου και ότι στον Παράδεισο θα είναι περισσότερη, εν τούτοις από πολλή αγάπη προς τον πλησίον τους θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να βοηθούν τους ανθρώπους με την προσευχή, να επεμβαίνη ο Θεός και να βοηθιέται ο κόσμος»[59]

- Γράψε: «Θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να συμπάσχουν με τους ανθρώπους και να τους βοηθούν με την προσευχή».

- Στην άλλη ζωή, Γέροντα, ένας σωστός μοναχός πάλι δεν θα βοηθάη με την προσευχή του τους ανθρώπους;

- Και στην άλλη ζωή θα βοηθάη με την προσευχή του, αλλά δεν θα υποφέρη, ενώ τώρα συμπάσχει· δεν περνάει χαρούμενα εδώ, «με χαρούμενη την όψη και με βλέμμα λαμπερό»! Όσο όμως υποφέρει για τον πλησίον του, τόσο ανταμείβεται με θεία παρηγοριά, και αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο και η πληροφορία ότι βοηθιέται ο άλλος. Αυτή η παραδεισένια χαρά είναι η θεία ανταμοιβή για τον πόνο που νιώθει για τον αδελφό του.

- Δηλαδή, Γέροντα, οι Άγιοι που επικαλούμαστε να μας βοηθήσουν δεν συμπάσχουν μαζί μας;

- Εκεί δεν έχει πόνο, βρε παιδάκι μου! Στον Παράδεισο υποφέρουν; «Ένθα ουκ έστι πόνος ου λύπη ου στεναγμός»[60] δεν λέει; Ύστερα οι Άγιοι έχουν υπ’ όψιν τους την θεία ανταμοιβή που θα λάβουν όσοι άνθρωποι βασανίζονται σ’ αυτήν την ζωή και αυτό τους κάνει να χαίρωνται. Μα και ο ίδιος ο Θεός που έχει τόση αγάπη, τόση ευσπλαγχνία, πως αντέχει αυτόν τον μεγάλο πόνο των ανθρώπων; Αντέχει, γιατί έχει υπ’ όψιν Του την θεία ανταμοιβή που τους περιμένει Όσο δηλαδή βασανίζονται εδώ οι άνθρωποι, τόσο τους αποταμιεύει εκεί ουράνιο μισθό. Ενώ εμείς αυτά δεν τα βλέπουμε και συμπάσχουμε με όσους υποφέρουν. Γι’ αυτό, όταν κάποιος τα βλέπη λίγο αυτά και έχη υπ’ όψιν του την ανταμοιβή που θα λάβουν, δεν υποφέρει τόσο πολύ.

- Όταν, Γέροντα, παρακαλούμε τον Θεό να βοηθήση κάποιον κεκοιμημένο που δεν έχει ανάγκη, πάει χαμένη αυτή η προσευχή;

- Πως να πάη χαμένη; Όταν λέμε «ανάπαυσον τον τάδε» και αυτός είναι σε καλή θέση στην άλλη ζωή, δεν παρεξηγείται· ίσα-ίσα συγκινείται. «Για δες, λέει, εγώ είμαι σε καλή θέση και εκείνοι αγωνιούν», οπότε φιλοτιμιέται και μας βοηθάει πιο πολύ, πρεσβεύοντας στον Θεό για μας. Αλλά που να ξέρης σε τι κατάσταση βρίσκεται ο άλλος; Φυσιολογικά κάνεις ευχή πρώτα γι’ αυτούς που γνωρίζεις ότι με την ζωή τους λύπησαν τον Θεό και εύχεσαι και για άλλες ανάλογες περιπτώσεις και ύστερα εύχεσαι και για όλους τους κεκοιμημένους.
Να ξεχωρίζουμε από τους άλλους;


Μελετώντας προσεκτικά την κοινωνική ζωή που μας περιβάλλει, καταλήγουμε αναπόφευκτα στο συμπέρασμα, ότι στις μέρες μας το καθήκον και η αρετή έχουν χάσει την παλιά τους αίγλη. Εκείνο που φαίνεται πως μετράει σήμερα είναι η δύναμη και ο αριθμός. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό στην πολιτική, κοινωνική και ιδιωτική ζωή των ανθρώπων.

Οι κάθε είδους πιέσεις και αδικίες εύκολα συγχωρούνται στους ισχυρούς της ημέρας. Η διατυμπανιζόμενη πρόοδος και εξέλιξη σκεπάζει και δικαιολογεί πολλά. Συχνά και η πιο δειλή αντίρρηση για κάποιο επίμεμπτο γεγονός χαρακτηρίζεται ως έλλειψη λεπτότητας. Επίσης καταπληκτική επιρροή στην ανθρώπινη σκέψη ασκεί η γνώμη του πλήθους.

Καθετί που σκέφτεται, αποφασίζει και ενεργεί το σύνολο, γίνεται νόμος, στον οποίο υποτάσσονται όλοι και στον οποίο πρέπει να υποκύπτει η ίδια η συνείδηση. Φυσικά, το σύνολο μπορεί κάποτε να έχει δίκιο. Είναι πολλοί, ωστόσο, που έχουν την εντύπωση -και ίσως δεν κάνουν λάθος- ότι τις περισσότερες φορές το πλήθος, ο όχλος, πέφτει έξω.

«Αλλά τι μας ενδιαφέρει;», σκέφτονται πολλοί. «Είναι πιο συνετό να φέρεσαι όπως όλοι· ή, τουλάχιστον, δεν είναι ασυγχώρητο το να μην τηρείται τόσο αυστηρά το καθήκον, αφού και άλλοι δεν το τηρούν. Δεν υπάρχει λόγος να ξεχωρίζουμε από τους άλλους!».

Αυτός ο κανόνας, όμως, είναι ολέθριος, γιατί, κι αν ακόμα σε μερικές περιπτώσεις φαίνεται να μας διευκολύνει, πληρώνουμε αυτή τη διευκόλυνση με τριπλή θυσία: των πεποιθήσεών μας, της ελευθερίας μας και της τιμής μας.

1. Η ΘΥΣΙΑ ΤΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ

Όσοι ακολουθούν αυτόν τον κανόνα, συχνά πρέπει να θυσιάσουν πρώτ’ απ’ όλα τις πεποιθήσεις τους. Βέβαια κανείς δεν έχει αντίρρηση, ότι είναι συνήθως αναγκαίο να προσαρμοζόμαστε στις καθημερινές βιοτικές απαιτήσεις και συνθήκες, όταν αυτές δεν προσβάλλουν ούτε την πίστη ούτε τα χριστιανικά ήθη. Ο χριστιανός που εμπνέεται από αληθινή αγάπη προς το συνάνθρωπο είναι πάντα πρόσχαρος προς όλους, ευγενικός, εξυπηρετικός, περιποιητικός και πρόθυμος να υπομείνει όλα όσα δεν έρχονται σε αντίθεση με το πιστεύω του.

Αλλά εδώ ακριβώς σταματάει η μεγαλόψυχη διάθεσή του να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κόσμου: Ας μην παραδέχονται οι γύρω του ούτε τη θεία αποκάλυψη ούτε τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Ας παρασύρονται στις προκλητικές ενέργειές τους από τη γνώμη του όχλου. Ας καταπατούν χωρίς τύψεις τον θείο και ανθρώπινο ηθικό νόμο. Ας περιφρονούν την ορθόδοξη παράδοσή μας. Ο πιστός χριστιανός θα θρηνεί την πνευματική αναπηρία των συνανθρώπων του, αλλά φυσικά ποτέ δεν θα τους μιμηθεί. Η προσωπική του συνείδηση, φωτιζόμενη και παιδαγωγούμενη από την πίστη, στέκει γι’ αυτόν μοναδικός οδηγός.

Μα και πώς μπορούσε να είναι διαφορετικά; Μήπως η πλάνη παύει να είναι πλάνη, όταν γίνεται αποδεκτή από το σύνολο; Και το κακό που ενεργείται σε ευρεία κλίμακα, δεν παραμένει εξίσου κακό; Και το ηθικό χρέος, έστω ξεχασμένο και απαράδεκτο από τους πολλούς, χάνει άραγε γι’ αυτόν την υπέρχρονη και καθολική του ισχύ;

Ο απόστολος Παύλος τονίζει στους ασταθείς και αμφιταλαντευόμενους χριστιανούς όλων αυτών των εποχών: «Μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθε τη ανακαινώσει του νοός υμών, εις το δοκιμάζει τι το θέλημα του Θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον» (Ρωμ. 12, 2).

Έτσι, αν όλος ο κόσμος λησμόνησε τις θείες αλήθειες και  βυθίστηκε στο κακό -«Ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται» (Α’ Ιω. 5, 19)- για να υλοποιηθεί η ευαγγελική διδασκαλία και να πρωτεύσει σε όλα το θέλημα του Θεού, είναι πολύ συχνά και απαραίτητο και φυσικό να ξεχωρίζουμε ακριβώς από εκείνους που το θέλημά τους δεν συμφωνεί με τον θείο νόμο και η ζωή τους δεν χαρακτηρίζεται από χριστιανικό ορθόδοξο πνεύμα.

Στο θέμα αυτό η Παλαιά Διαθήκη μάς προβάλλει ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στο πρόσωπο του Τωβίτ.

Ζούσε στην εποχή που οι Εβραίοι, ξεχνώντας τις αμέτρητες ευεργεσίες του Θεού, ξέπεσαν στην ειδωλολατρική πλάνη. Η αποστασία γενικεύθηκε τόσο, που θα μπορούσαν να ισχύσουν για την εποχή εκείνη τα λόγια του προφητάνακτος Δαβίδ: «Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός» (Ψαλμ. 13, 3).

Και όμως, μέσα στον πλανεμένο όχλο ο Τωβίτ παραμένει ακλόνητος στην πίστη και στις παραδόσεις των προγόνων του και στον θεοδίδακτο νόμο του όρους Σινά. Όταν όλοι έτρεχαν να προσκυνήσουν το χρυσό μοσχάρι, ο Τωβίτ πήγαινε στο Ναό των Ιεροσολύμων για να λατρεύσει τον αληθινό Θεό, προσφέροντας τις απαρχές των αγρών του και το δέκατο όλων των εισοδημάτων του.

Ήρθαν έπειτα τα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς φορτωμένα δοκιμασίες -αιχμάλωτος στη χώρα των Ασσυρίων-, αλλά ούτε τώρα προδίνει την οδό της αληθείας. Παραμένει σταθερά προσηλωμένος στον πατροπαράδοτο νόμο. Έτσι, ενώ όλοι έτρωγαν τα απαγορευμένα από τον θείο νόμο σφάγια των ειδωλολατρικών θυσιών, τα ειδωλόθυτα, αυτός ούτε μια φορά δεν κάνει «ό,τι κάνουν όλοι».

Αλλά εκεί που κορυφώνεται η μαρτυρία πίστεως του Τωβίτ, μέσα στο ειδωλοκρατούμενο γένος του, είναι ριψοκίνδυνη και διαμετρικά αντίθετη τακτική που ακολουθεί -συγκρητικά με τους δειλούς συμπατριώτες του- στο καίριο για την ισραηλιτική συνείδηση θέμα της ταφής των νεκρών: Αψηφώντας όχι πια απλώς κοινή γνώμη, σχόλια και ειρωνείες, αλλά και αυτήν ακόμα τη διαταγή των τυράννων, που απαγόρευε με ποινή θανάτου την ταφή των νεκρών Ισραηλιτών, εγκατέλειπε κάθε σούρουπο το φτωχικό του, για να επιτελέσει -μόνος αυτός- το ύστατο ιερό χρέος, κηδεύοντας όσα άταφα πτώματα των δύστυχων σκλάβων ομοφύλων του έβρισκε.

Είναι γνωστές από την Αγία Γραφή οι ευλογίες με τις οποίες τον αντάμειψε ο Κύριος -όχι πάντως αμέσως, αλλ’ αφού πρώτα δοκίμασε επί πολύ την άκαμπτη και ανδρεία εμμονή του στον θείο νόμο και κάτω από τις πιο απελπιστικά αντίξοες περιστάσεις.

Παρόμοια καλούμαστε κι εμείς, μέσ’ από τις (θεληματικά ή, συνήθως, αθέλητα) στρατευμένες κατά της πίστεως και της Εκκλησίας του Χριστού επιβλητικές σε όγκο μάζες, να ξεμακρύνουμε -θαρραλέες μονάδες-, να ξεχωρίσουμε από τους άλλους. «Εξέλθατε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε», γράφει ο απόστολος Παύλος (Β’ Κορ. 6,17). Και σχολιάζει ο ιερός Χρυσόστομος: «Ας δεχθούμε τη συμβουλή του δασκάλου της οικουμένης και ας σκεφθούμε ποιοι θέλει να είναι οι χριστιανοί· πώς θέλει να είναι ξένοι προς την παρούσα ζωή, όχι για να κατοικήσουν κάπου έξω και μακριά απ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά, ενώ θα ζουν μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο και θα τον συναναστρέφονται, δεν θα ζουν όπως ζει ο κόσμος, γι’ αυτό και θα λάμπουν σαν τα αστέρια και θα δείχνουν στους απίστους με τα έργα τους ότι μετατόπισαν τον εαυτό τους σε άλλη πολιτεία, και ότι δεν έχουν τίποτε το κοινό προς τη γη και τα εγκόσμια πράγματα». Δεν θα θυσιάσουμε, λοιπόν, οι χριστιανοί, για μια ταπεινή ευαρέσκεια εκείνων που παρανομούν, καμιά από τις αρχές και πεποιθήσεις μας, ούτε το ‟γιώτα” ή την ‟κεραία” της εκκλησιαστικής μας ζωής.

2. Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Είναι αξιοπαρατήρητο ότι τον επιζήμιο κανόνα «δεν πρέπει να ξεχωρίζουμε από τους άλλους» τον ακολουθούν συνηθέστερα, άνθρωποι, που πολύ τους αρέσει να ονομάζονται «φιλελεύθεροι», χωρίς να συνειδητοποιούν ότι με την ένταξή τους σ’ αυτό το μαζικό καλούπι αρνούνται την προσωπική τους ελευθερία και αυτοπαραδίνονται σε μια ταπεινωτική σκλαβιά.

Πολύ σωστά γράφει και πάλι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Ο όχλος είναι,δυστυχώς, κύριός μας και φοβερός τύραννος… Ο πολύς όχλος, ο άτακτος και τιποτένιος, δεν έχει ανάγκη να δώσει διαταγές, αλλά αρκεί μόνο να μας δείξει τις προτιμήσεις του και αμέσως υπακούομε σε όλα. Και πώς, λένε, μπορεί να αποφύγει κανείς αυτούς τους δυνάστες; Αν αποκτήσει φρόνημα ανώτερο απ’ αυτούς, αν εξετάσει προσεκτικά τη φύση των πραγμάτων, αν περιφρονήσει τη γνώμη των πολλών, αν πριν απ’ όλα ασκήσει τον εαυτό του, ώστε, προκειμένου για θέματα που είναι πραγματικά αισχρά, να μη φοβάται τους ανθρώπους, αλλά το ακοίμητο μάτι του Θεού, και προκειμένου για αγαθά θέματα να επιδιώκει και πάλι τα στεφάνια που δίνει Εκείνος».

Απροκάλυπτα ας αναρωτηθεί καθένας μας: Ένας άνθρωπος που φοβάται να ξεχωρίζει από τους άλλους, που δεν τολμάει να φανερώνει έμπρακτα τις πεποιθήσεις του, είναι πραγματικά ελεύθερος; Θα ήταν ευτυχής, αν μπορούσε να εκδηλωθεί αδίσταχτα, σύμφωνα με τη φωνή της συνειδήσεώς του, αλλά δεν τολμάει. Δεν είναι ελεύθερος. Είναι δέσμιος στην ‟κοινή γνώμη ”. Και μόνη η απλή παρουσία προσώπων με αντίθετες απόψεις τον παραλύει.

Είναι πολύ τολμηρός και φέρεται όπως του υπαγορεύει η συνείδησή του, όταν είναι μόνος ή σε περιβάλλον που συμμερίζεται τα πιστεύματά του. Αλλά ρίξτε μια ματιά, όταν βρίσκεται μέσα στο ανερμάτιστο πλήθος. Δεν τον αναγνωρίζετε! Είναι άλλος άνθρωπος: Σκέφτεται και ζει όπως όλοι. Αρνείται την προσωπικότητά του, την ελευθερία της σκέψεως και συνειδήσεώς του. Είναι ένας δούλος και μάλιστα ο πιο δυστυχισμένος από τους δούλους.

Η διατύπωση αυτή δεν κρύβει σχήμα υπερβολής. Μήπως υπάρχει απαισιότερη μορφή δουλείας από το να μην μπορείς να εκφράσεις ό,τι νιώθεις και να εκδηλωθείς όπως ποθείς;

Εκείνος που κρατιέται δέσμιος από τέτοια ψυχολογικά συμπλέγματα, συχνά αναγκάζεται να ταπεινωθεί πάρα πολύ. Ο φόβος «μην ξεχωρίσει από τους άλλους» πιεστικά τον αναγκάζει να συμμετέχει κάποτε σε ψυχοφθόρες συζητήσεις ή να χαμογελάει άλλοτε σε βλάσφημα και αισχρά αστεία κατά της πίστεως. Μια τέτοια τακτική, όμως, δεν είναι μόνο ανελεύθερη, αλλά φτάνει σε πλήρη εξευτελισμό της προσωπικότητας.

Να, λοιπόν, με ποιες αναπόφευκτες συνέπειες συνοδεύεται ο κανόνας «δεν υπάρχει λόγος να ξεχωρίζουμε από τους άλλους, αλλά καλύτερα να φερόμαστε όπως όλοι».

Τελείως διαφορετικά συμπεριφέρονταν οι πρώτοι χριστιανοί και οι μάρτυρες. Μπροστά στο βήμα των αιμοχαρών δικαστών και μπροστά στα οργισμένα εχθρικά πλήθη δεν δίσταζαν να ομολογούν θαρραλέα την πίστη τους στον Κύριο Ιησού Χριστό.

Ρωτούσαν το χριστιανό:
― Πώς ονομάζεσαι;
― Χριστιανός! απαντούσε.
― Ποιο είναι το επάγγελμά σου;
― Χριστιανός!
― Η πατρίδα σου;
― Χριστιανός!...

Πάντα η ίδια μεγαλειώδης και ανδρεία απάντηση, που συχνά έφερνε σε δύσκολη θέση τους διώκτες, κάποτε τους προβλημάτιζε και όχι σπάνια τους οδηγούσε στον Χριστό.
Αυτό είναι το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα: Πνεύμα ειλικρίνειας, σταθερότητας, αληθινής ελευθερίας, πνεύμα διαμετρικά αντίθετο προς την ταπεινωτική θεωρία του «δεν υπάρχει λόγος να ξεχωρίζουμε από τους άλλους». Ο Θεός δεν «έδωκεν ημίν πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως» (Β’ Τιμ. 1, 7).

3. ΘΥΣΙΑ ΤΙΜΗΣ

Αλλά, άραγε, αυτή η τακτική του χαμαιλεοντισμού, απογυμνώνοντας το χριστιανό από τις αρχές του κι από την ίδια του την αυτοελευθερία, του εξασφαλίζει τουλάχιστον την εκτίμηση και το σεβασμό των άλλων, όπου και αποβλέπει κυρίως; Θα ήταν τελείως αψυχολόγητο να υποθέσουμε κάτι τέτοιο. Η κοινή γνώμη στα πνευματικά θέματα -το είπαμε ήδη- πέφτει πολύ έξω. Ποτέ, ωστόσο, δεν αμείβει με την υπόληψή της χαρακτήρες αμφιταλαντευόμενους. Οι άνθρωποι -πώς να το κάνουμε;- αγαπούν και μάλιστα θαυμάζουν, έστω ενδόμυχα, τις σταθερές και ξεκαθαρισμένες πεποιθήσεις, και ο σεβασμός τους είναι βαθύς για κείνους που στέκουν ασάλευτοι στις αρχές τους.

Αυτό ίσχυε ακόμα και στον ειδωλολατρικό κόσμο. Ένας προχριστιανός ακριβώς σοφός, θέλοντας να δώσει την εικόνα του ενάρετου ανθρώπου, τονίζει ότι τίποτα δεν μπορεί να τον απομακρύνει από την εκπλήρωση του καθήκοντος· ούτε η παντοδυναμία των τυράννων, ούτε η πίεση της κοινής γνώμης ούτε ακόμα η καταστροφή ολόκληρης της… οικουμένης!
Πολύ πειστική για την αλήθεια όσων υποστηρίζουμε σ’ αυτό το σημείο είναι μια ενέργεια του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Κωνστάντιου του Χλωρού: Θέλοντας να δοκιμάσει τους χριστιανούς αξιωματικούς της ακολουθίας του, τους ανακοίνωσε ότι θα κρατήσει κοντά του μόνο αυτούς που θ’ αρνηθούν αμέσως τη χριστιανική τους πίστη. Μερικοί τότε, κάνοντας ένα βήμα μπροστά, δήλωσαν ότι είναι έτοιμοι ν’ αρνηθούν. Και τότε ο Κωνστάντιος, ρίχνοντάς τους μια περιφρονητική ματιά, τους έδιωξε ως ανάξιους της εμπιστοσύνης του.

Το ίδιο υποτιμητικό βλέμμα, είτε έκδηλο είτε υποκριτικά καλυμμένο, είναι η αμοιβή των δειλών και μικρόψυχων, που είναι έτοιμοι σ’ ένα ειρωνικό μειδίαμα να προδώσουν τις αρχές τους. Οι άνθρωποι τους περιφρονούν, ενώ, αντίθετα, σέβονται εκείνους που τίποτα δεν είναι ικανό να τους απομακρύνει από τον χριστιανικό τρόπο ζωής, που οι ίδιοι έχουν επιλέξει. Κι όχι μόνο τους σέβονται, αλλά κάποτε είναι έτοιμοι να τους μιμηθούν.

Ένα γεγονός πάνω σ’ αυτό: Σε κάποιο πολυτελές ξενοδοχείο παρατέθηκε επίσημο γεύμα. Ήταν περίοδος νηστείας. Όλοι έτρωγαν αρτύσιμα φαγητά. Κάποιος, όμως, παράγγειλε νηστίσιμο, με συνέπεια να εισπράξει πολλά ειρωνικά χαμόγελα και σχόλια προσβλητικά. Το ήρεμο, ωστόσο, και γεμάτο αυτοπεποίθηση φέρσιμο του νηστευτή και οι σοβαρές και έξυπνες απαντήσεις του πολύ γρήγορα ανάγκασαν τους επιπόλαιους συνδαιτημόνες να σωπάσουν. Ένας, μάλιστα, σηκώθηκε από τη θέση του και, εκφράζοντας το θαυμασμό του για τη σταθερότητα που είχε στις αρχές του ο πρώτος, πρόσθεσε: «Δεν επιθυμώ εσείς μόνο να έχετε απόψε νηστήσιμο φαγητό. Είμαι κι εγώ ορθόδοξος χριστιανός και από σήμερα θ’ ακολουθήσω το παράδειγμά σας». Κι έδωσε αμέσως εντολή να του σερβίρουν νηστήσιμο φαγητό.

* * *

Πρέπει να αντιληφθούμε ότι αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για τη χριστιανική ζωή η πλατιά διάδοση στις μέρες μας της νοοτροπίας: «Δεν υπάρχει λόγος να ξεχωρίζουμε από τους άλλους».

Αξίζει να θυμηθούμε ότι ο ειδωλολάτρης φιλόσοφος Πλάτων, τον 5ο π.Χ. αιώνα, επισημαίνει αυτόν τον κίνδυνο για την ηθική ζωή στο πρόσωπο του Σωκράτη. Στο διάλογο «Κρίτων» προσωποποιεί αυτή τη μικρόψυχη έγνοια «μην τυχόν έρθουμε σε αντίθεση με τη γνώμη των πολλών» στη μορφή του μαθητή του Σωκράτη Κρίτωνα. Αλλά ο Σωκράτης του απαντάει: «Ου… πανυ ημίν φροντιστέον τι ερούσιν οι πολλοί ημάς, αλλ’ ό,τι ο επαΐων περί των δικαίων και αδίκων, ο εις και αυτή η αλήθεια».

Δηλαδή: Δεν πρέπει καθόλου να νοιαζόμαστε τι θα πουν για μας οι πολλοί, αλλά τι θα πει ο γνώστης του τι είναι δίκαιο και τι άδικο, ο ένας, όχι οι πολλοί, και αυτή η Αλήθεια.

Μιλώντας σχεδόν προφητικά ο Σωκράτης, εκτός που αδιαφορεί αν θα ξεχωρίσει από τους πολλούς, δίνει το βάρος στη γνώμη του ενός, του εκλεκτού, που στην περίπτωσή μας δεν είναι παρά ο Θεός, ο «Εις και αυτή η Αλήθεια».

Όσοι όμως θεωρούν τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα «ξεπερασμένους», καθώς ακόμα και τον άλλο σοφό, που είπε «εις εμοί μυρίοι, όταν άριστος η», ας αναπαύσουν την πρωτοποριακή σκέψη τους στον «πρωτοποριακό» Ευγένιο Ιονέσκο και συγκεκριμένα στους «Ρινόκερούς» του, που μας μεταφέρουν το ίδιο μήνυμα, τη δυσπιστία δηλαδή του Σωκράτη στη γνώμη των πολλών και, ακόμα πιο κοντά μας, την αποστολική προτροπή «μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω» (Ρωμ. 12, 2).

Θυμίζουμε ότι στο έργο του αυτό ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας παρουσιάζει αλληγορικά κάποιες μεμονωμένες στην αρχή περιπτώσει ανθρώπων, που, ακολουθώντας έναν αρκετά κτηνώδη τρόπο ζωής, έπαιρναν κι εξωτερικά τη μορφή του ρινόκερου, επισύροντας βέβαια τον ανατριχιαστικό αποτροπιασμό και τη φρίκη της «καλής κοινωνίας». Αργότερα, όμως, τα κρούσματα αυτά των μεταμορφώσεων πλήθαιναν, ώσπου οι τελευταίου που δεν μεταμορφώθηκαν κι απόμειναν άνθρωποι, να δέχονται τα βέλη της… ρινόκερης ειρωνείας και περιφρονήσεως και να νιώθουν κομπλεξικοί γιατί ήταν «αλλιώτικοι από τους άλλους», γιατί δηλαδή δεν έγιναν κι αυτοί ρινόκεροι!

Ανάμεσα στη διδασκαλία του πλατωνικού Κρίτωνα και στο πρωτοποριακό μήνυμα του Ιονέσκο, για μας, τους χριστιανούς, κεντρική, χρονικά και αξιολογικά, θέση κατέχει μια θαυμαστή προφητεία του αγράμματου καθηγητή της ερήμου Μεγάλου Αντωνίου, που διαβάζουμε στο Γεροντικό:

«Είπεν ο αββάς Αντώνιος ότι έρχεται καιρός ίνα οι άνθρωποι μανώσι, και επάν ίδωσί τινα μη μαινόμενον, επαναστήσονται αυτώ λέγοντες, ότι συ μαίνη, διά το μη είναι όμοιον αυτοίς».

Είπε ο αββάς Αντώνιος ότι θα ‘ρθει καιρός που οι άνθρωποι θα τρελαθούν· κι αν δουν κανέναν γνωστικό, θα τα βάλουν μαζί του λέγοντας, «εσύ τρελάθηκες», επειδή δεν θα είναι όμοιος μ’ αυτούς.

Αν δεν την περπατάμε ήδη αυτή την εποχή της προφητείας, οπωσδήποτε είμαστε πολύ κοντά της. Και, βέβαια, δεν πρέπει ν’ αποτελεί φιλοδοξία μας η τρέλα, έστω και ομαδική. Ας είμαστε έτοιμοι ν’ ακούσουμε πολλές φορές με φιλόσοφο απάθεια το «εσύ τρελάθηκες».

Πάντως η συλλογική πείρα μας, που δεν είναι και τόσο μικρή, πείθει ότι αυτοί οι μεμονωμένοι και λίγοι, που δεν παρασύρθηκαν από το ρεύμα της μαζοποιήσεως των ιδεών -κοινωνικών, πολιτικών, θρησκευτικών-, δεν είναι και τόσο λίγοι, αλλά είναι, ομολογουμένως, μεμονωμένοι.

Βέβαια, μια πολύ μεγάλη μερίδα του κόσμου -όχι «όλος ο κόσμος»- αδιαφορεί για τις πνευματικές αξίες, αγνοεί τη φωνή της συνειδήσεως και ποδοπατεί τον αιώνιο νόμο του Θεού.

Υπάρχουν, όμως, πάρα πολλοί, και μάλιστα ανάμεσα στους νέους, όσο δεν το υποψιαζόμαστε, που δεν υποτάχθηκαν στη νοοτροπία του όχλου και στην ισοπέδωση της προωθούμενης παγκοσμιοποιήσεως, που δεν καταδέχτηκαν να προδώσουν τις αρχές τους για μια ψεύτικη κοινωνικότητα, που δεν «έκλιναν γόνυ τη Βάαλ», που έμειναν πιστοί στη λατρεία του Κυρίου Ιησού Χριστού και ασυμβίβαστοι στο εκκλησιαστικό άθλημα της αρετής. Μόνο που, καθώς είπαμε, ενώ δεν είναι τόσο λίγοι, είναι «μεμονωμένοι» και στους πολλούς -που έχουν ανάγκη από τέτοια στηρίγματα- άγνωστοι.

Είναι αλήθεια ότι «το καλό δεν κάνει θόρυβο». Συμφωνούμε. Είναι αλήθεια ότι το «λείμμα Κυρίου», που δεν συσχηματίσθηκε «τω αιώνι τούτω» δεν είναι -δεν πρέπει να είναι- επιδεικτικό. Αλλά, επιτέλους, ας μην είναι και… ντροπαλό!

Όσοι, λοιπόν, έχουμε λίγο ως πολύ επηρεαστεί από την ολέθρια θεωρία του «δεν υπάρχει λόγος να ξεχωρίζουμε από τους άλλους», είναι επιτακτική ανάγκη των καιρών να την απορρίψουμε το συντομότερο. Χωρίς μεγάλα λόγια, η στάση μας, καθώς αυτή απορρέει από το γνήσιο εκκλησιαστικό μας βίωμα, ας είναι το «κατηγορώ» της θεωρίας αυτής.

Τηρώντας σταθερά τις φωτεινές εντολές της πίστεως και της Εκκλησίας μας, χωρίς την ένοχη ντροπή, γεμάτοι θάρρος, είναι σίγουρο πως σύντομα θ’ απολαύσουμε την εκτίμηση, την εμπιστοσύνη και το σεβασμό των συνανθρώπων μας. Αλλά, και αν αυτό δεν γίνει, ο ίδιος ο Κύριος θα μας δώσει πλουσιοπάροχα την αμοιβή της σταθερότητας και της ανδρείας. Αυτόν, λοιπόν, ας ομολογούμε παντού και πάντοτε, «Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν, αυτοίς δε τοις κλητοίς, Ιουδαίοις τε και Έλλησι, Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν» (Α’ Κορ. 1, 23-24).

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Ίσως τα λόγια του Αγίου να έχουν χιλιοδιαβαστεί και να έχουν χιλιοακουστεί. όμως ας διαβάσουμε πάλι με προσοχή το συγκεκριμένο απόσπασμα. το οποίο καταγράφηκε το.........1992!!! Μας αφορά όλους μας. Λαικούς, μοναχούς Μητροπολίτες, πολιτικούς.

 Είχε έρθει στο Καλύβι ένας άθεος μέχρι το κόκκαλο. Αφού είπε διάφορα, μετά μού λέει: «Εγώ είμαι εικονομάχος». Από εκεί πού δεν πίστευε τίποτε, ύστερα έλεγε ότι είναι εικονομάχος. «Βρε αθεόφοβε, τού λέω, εσύ αφού δεν πιστεύεις σε τίποτε, τι μού λες ότι είσαι εικονομάχος; Τότε, τον καιρό τής Εικονομαχίας [2], μερικοί Χριστιανοί από υπερβολικό ζήλο έπεσαν σε πλάνη, έφθασαν στην άλλη άκρη, και μετά ή Εκκλησία τοποθέτησε το θέμα· δεν είναι ότι δεν πίστευαν». Υποστήριζε εν τω μεταξύ όλη την σημερινή κατάσταση. Μαλώσαμε εκεί πέρα. «Καλά, του λέω, κατάσταση είναι αυτή; Δικαστικοί να φοβούνται να δικάσουν, να κάνουν μηνύσεις για εγκληματίες και να τους απειλούν ό ένας και ό άλλος και να αναγκάζονται να τις αποσύρουν; Και τελικά ποιοί κυβερνούν; Σε αναπαύει αυτή ή κατάσταση; Υποστηρίζεις αυτούς; Εσύ είσαι εγκληματίας. Γι' αυτό ήρθες; Άντε, φύγε Από εδώ!». Τον έδιωξα. - Γέροντα, δεν φοβάστε έτσι πού μιλάτε; - Τι να φοβηθώ; Τον τάφο μου τον έχω ανοίξει. Αν δεν τον είχα ανοίξει, θα με απασχολούσε πού θα κουραζόταν ό άλλος να σκάψει. Τώρα θα χρειασθεί να ρίξει μόνο λίγους τενεκέδες χώμα... 'Έχω ύπ' όψιν μου έναν άλλον άθεο, έναν βλάσφημο, πού τον αφήνουν στην τηλεόραση και μιλάει, ενώ έχει πεί τά πιο βλάσφημα λόγια για Τον Χριστό καί την Παναγία. Δεν παίρνει καί ή Εκκλησία μιά θέση να αφορίση μερικούς. Αυτούς έπρεπε να τους αφορίζη ή Εκκλησία. Λυπούνται Τον αφορισμό! - Γέροντα, τι θα καταλάβουν με τον αφορισμό, αφού τίποτε δεν παραδέχονται; - Τουλάχιστον να φανεί ότι ή Εκκλησία παίρνει μιά θέση. - Ή σιωπή της, Γέροντα, είναι σαν να τά αναγνωρίζει; - Ναι. Έγραψε ένας κάτι βλάσφημα για την Παναγία καί κανείς δεν μίλησε. Λέω σε κάποιον: «εν είδες τι γράφει εκείνος;». «Έ, τι να τους κάνης, μού λέει. Θα λερωθείς, αν ασχοληθείς μαζί τους». Φοβούνται να μιλήσουν. - Τι είχε να φοβηθεί, Γέροντα; - Να μη γράψουν τίποτε γι' αυτόν καί εκτεθεί, καί ανέχεται να βλασφημήται ή Παναγία! Να μη θέλουμε να βγάλει ό άλλος το φίδι από την τρύπα, για να έχουμε εμείς την ησυχία μας. Αυτό είναι έλλειψη αγάπης. Ύστερα αρχίζει ό άνθρωπος να κινείται από συμφέρον. Γι' αυτό βλέπεις ένα πνεύμα σήμερα: «Με τον τάδε να έχουμε σχέσεις, για να μας λέει καλά λόγια. Με τον άλλο να τά έχουμε καλά, για να μη μας διασύρει κ.λπ. Να μη μας πάρουν για κορόϊδα, να μη γίνουμε θύματα». Άλλος αδιαφορεί και δεν μιλάει. «Να μη μιλήσω, λέει, για να μη με γράψουν οι εφημερίδες». Οι περισσότεροι δηλαδή είναι τελείως αδιάφοροι. Τώρα άρχισε λίγο κάτι να γίνεται - τόσον καιρό δεν έγραφε κανένας τίποτα. Είχα βάλει τις φωνές πριν από χρόνια σε κάποιον στο Άγιον Όρος. «Πολύ πατριωτισμό έχεις», μού λέει. Πριν από λίγο καιρό ήρθε και με βρήκε: «Όλα τά διέλυσαν, μού λέει, οικογένεια, παιδεία...». Τού λέω καί εγώ με την σειρά μου: «Πολύ πατριωτισμό έχεις!» Όλη αυτή ή κατάσταση έχει κάνει ένα κακό καί ένα καλό. Το κακό είναι ότι καί εκείνοι πού είχαν κάτι μέσα τους, άρχισαν να αδιαφορούν, γιατί λένε: «Εγώ θα σιάξω την κατάσταση;». Το καλό είναι ότι πολλοί άρχισαν να προβληματίζονται καί να αλλάζουν. Μερικοί έρχονται καί με βρίσκουν καί προσπαθούν να δικαιολογήσουν ένα κακό πού έκαναν προηγουμένως, γιατί έχουν προβληματισθεί. - Δηλαδή, Γέροντα, πρέπει πάντα να ομολογούμε το «πιστεύω» μας; - Χρειάζεται διάκριση. Είναι φορές πού δεν πρέπει να μιλήσουμε καί άλλες φορές πού πρέπει να ομολογούμε με παρρησία το «πιστεύω» μας, γιατί φέρουμε ευθύνη, αν δεν μιλήσουμε. Σ' αυτά τά δύσκολα χρόνια ό καθένας μας πρέπει να κάνη ότι γίνεται ανθρωπίνως καί ότι δεν γίνεται ανθρωπίνως να το αφήνει στον Θεό. Έτσι θα έχουμε ήσυχη την συνείδηση μας ότι κάναμε εκείνο πού μπορούσαμε. Αν δεν αντιδράσουμε, θα σηκωθούν οι προγονοί μας από τους τάφους. Εκείνοι υπέφεραν τόσα για την πατρίδα και εμείς τι κάνουμε γι' αυτήν; Ή Ελλάδα, ή Ορθοδοξία, με την παράδοση της, τους Αγίους και τους ήρωες της, να πολεμήται από τους ίδιους τους Έλληνες και εμείς να μη μιλάμε! Είναι φοβερό! Είπα σε κάποιον. «Γιατί δεν μιλάτε; Τι είναι αυτά πού κάνει ό τάδε;». «Τι να πεις, μού λέει, αυτός όλος βρωμάει». «Αν βρωμάει όλος, γιατί δεν μιλάτε; Χτυπήστε τον». Τίποτε, τον αφήνουν. Έναν πολιτικό τον έφτυσα. «Πες, τού λέω, "δεν συμφωνώ μ' αυτό". Τίμια πράγματα. Θέλεις να εξυπηρετηθείς εσύ καί να ρημάξουν όλα;». Αν οι Χριστιανοί δεν ομολογήσουν, δεν αντιδράσουν, αυτοί θα κάνουν χειρότερα. Ενώ, αν αντιδράσουν, θα το σκεφθούν. 'Αλλά και οι σημερινοί Χριστιανοί δεν είναι για μάχες. Οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν γερά καρύδια· άλλαξαν όλο τον κόσμο. Καί στην βυζαντινή εποχή μιά εικόνα έβγαζαν από την Εκκλησία καί αντιδρούσε ό κόσμος. Εδώ ό Χριστός σταυρώθηκε, για να αναστηθούμε εμείς, καί εμείς να αδιαφορούμε! Αν ή Εκκλησία δεν μιλάει, για να μην έρθει σε ρήξη με το κράτος, αν οι μητροπολίτες δεν μιλούν, για να τά έχουν καλά με όλους, γιατί τους βοηθάνε στα ιδρύματα κ.λπ., οι Αγιορείτες πάλι αν δεν μιλούν, για να μην τους κόψουν τα επιδόματα [3], τότε ποιος θα μιλήσει; Είπα σε κάποιον ηγούμενο: «Αν σας πουν ότι θα σάς κόψουν τα επιδόματα, να πείτε: "Θα κόψουμε καί εμείς την φιλοξενία", για να προβληματισθούν». Οι καθηγητές της Θεολογίας κ.λπ. δεν φωνάζουν, γιατί λένε: «Είμαστε υπάλληλοι· θα χάσουμε τον μισθό μας, καί μετά πώς θα ζήσουμε;». Τά μοναστήρια εν τω μεταξύ τά έπιασαν με τις συντάξεις. Γιατί εγώ δεν θέλω να πάρω ούτε αυτήν την ταπεινή σύνταξη τού Ο.Γ.Α.; Ακόμη και ασφαλισμένο σε μιά ασφάλεια τού Ο. Γ. Α. να τον έχουν τον μοναχό, και αυτό δεν είναι τίμιο. Να τον έχουν ασφαλισμένο ως άπορο, Ναι· αυτό τον τιμά. "Αλλά να τον έχουν ασφαλισμένο στον Ο.Γ.Α., γιατί; Ό μοναχός άφησε μεγάλες συντάξεις, έφυγε από τον κόσμο και ήρθε στο μοναστήρι, και να πάρει πάλι σύνταξη! Και να φθάνουμε για την σύνταξη να προδώσουμε Τον Χριστό!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

«Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί 
οι μη έχοντες ελπίδα» [49]


Θάνατος παιδιών

- Μια μάνα, Γέροντα, που το παιδί της πέθανε πριν από εννέα χρόνια, σας παρακαλεί να κάνετε προσευχή να το δη έστω στον ύπνο της, για να παρηγορηθή.

- Πόσων χρόνων ήταν το παιδί; ήταν μικρό; Είναι σημαντικό αυτό. Άμα το παιδί ήταν μικρό και η μητέρα είναι σε κατάσταση που, αν της παρουσιασθή, δεν θα αναστατωθή, θα παρουσιασθή. Αιτία είναι η μητέρα που δεν παρουσιάζεται το παιδί.

- Μπορεί, Γέροντα, αντί να παρουσιασθή το παιδί στην μητέρα που το ζητάει, να παρουσιασθή σε κάποιον άλλον; (1)

- Πως δεν μπορεί! Κανονίζει ανάλογα ο Θεός. Όταν ακούω για τον θάνατο κάποιου νέου, λυπάμαι, αλλά λυπάμαι ανθρωπίνως. Γιατί, αν εξετάσουμε τα πράγματα πιο βαθιά, θα δούμε ότι, όσο μεγαλώνει κανείς, και περισσότερο αγώνα πρέπει να κάνη, αλλά και περισσότερες αμαρτίες προσθέτει. Ιδίως όταν είναι κοσμικός, όσο περνούν τα χρόνια, αντί να βελτιώση την πνευματική του κατάσταση, την χειροτερεύει με τις μέριμνες, με τις αδικίες κ.λπ. Γι’ αυτό είναι πιο κερδισμένος, όταν τον παίρνη ο Θεός νέο.

-Γέροντα, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθαίνουν τόσοι νέοι άνθρωποι;

- Κανείς δεν έχει κάνει συμφωνία με τον Θεό πότε θα πεθάνη. Ο Θεός τον κάθε άνθρωπο τον παίρνει στην καλύτερη στιγμή της ζωής του, με έναν ειδικό τρόπο, για να δώση την ψυχή του. Εάν δη ότι κάποιος θα γίνη καλύτερος, τον αφήνει να ζήση. Εάν δη όμως ότι θα γίνη χειρότερος, τον παίρνει, για να τον σώση. Μερικούς πάλι που έχουν αμαρτωλή ζωή, αλλά έχουν την διάθεση να κάνουν καλό, τους παίρνει κοντά Του, πριν προλάβουν να το κάνουν, επειδή ξέρει ότι θα έκαναν το καλό, μόλις τους δινόταν η ευκαιρία. Είναι δηλαδή σαν να τους λέη: «Μην κουράζεσθε· αρκεί η καλή διάθεση που έχετε». Άλλον, επειδή είναι πολύ καλός, τον διαλέγει και τον παίρνει κοντά Του, γιατί ο Παράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια.(2)

Φυσικά οι γονείς και οι συγγενείς είναι λίγο δύσκολο να το καταλάβουν αυτό. Βλέπεις, πεθαίνει ένα παιδάκι, το παίρνει αγγελούδι ο Χριστός, και κλαίνε και οδύρονται οι γονείς, ενώ έπρεπε να χαίρωνται, γιατί που ξέρουν τι θα γινόταν, αν μεγάλωνε; Θα μπορούσε άραγε να σωθή; Όταν του 1924 φεύγαμε από την Μικρά Ασία με το καράβι, για να έρθουμε στην Ελλάδα, εγώ ήμουν βρέφος. Το καράβι ήταν γεμάτο πρόσφυγες και, όπως με είχε η μητέρα μου μέσα στις φασκιές, ένας ναύτης πάτησε επάνω μου. Η μάνα μου νόμισε ότι πέθανα και άρχισε να κλαίη. Μια συγχωριανή μας άνοιξε τις φασκιές και διαπίστωσε ότι δεν είχα πάθει τίποτε. Αν πέθαινα τότε, σίγουρα θα πήγαινα στον Παράδεισο. Τώρα που είμαι τόσων χρονών και έχω κάνει τόση άσκηση, δεν είμαι σίγουρος αν πάω στον Παράδεισο.(3)

Αλλά και τους γονείς βοηθάει ο θάνατος των παιδιών. Πρέπει να ξέρουν ότι από εκείνη την στιγμή έχουν έναν πρεσβευτή στον Παράδεισο. Όταν πεθάνουν, θα ‘ρθούν τα παιδιά τους με εξαπτέρυγα στην πόρτα του Παραδείσου να υποδεχθούν την ψυχή τους. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό! Στα παιδάκια πάλι που ταλαιπωρήθηκαν εδώ από αρρώστιες ή από κάποια αναπηρία ο Χριστός θα πη: «Ελάτε στον Παράδεισο και διαλέξτε το καλύτερο μέρος». Και τότε εκείνα θα Του πουν: «Ωραία είναι εδώ, Χριστέ μας, αλλά θέλουμε και την μανούλα μας κοντά μας». Και ο Χριστός θα τα ακούση και θα σώση με κάποιον τρόπο και την μητέρα.(4)

Βέβαια δεν πρέπει να φθάνουν οι μητέρες και στο άλλο άκρο. Μερικές μανάδες πιστεύουν ότι το παιδί τους που πέθανε αγίασε και πέφτουν σε πλάνη. Μια μητέρα ήθελε να μου δώση κάτι από τον γιο της που είχε πεθάνει, για ευλογία, γιατί πίστευε ότι αγίασε. «Έχει ευλογία, με ρώτησε, να δίνω τα πράγματά του;» «Όχι, της είπα, καλύτερα να μη δίνης». Μια άλλη είχε κολλήσει την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ στον Εσταυρωμένο την φωτογραφία του παιδιού της που το είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί και έλεγε: «Και το παιδί μου σαν τον Χριστό έπαθε». Οι γυναίκες που κάθονταν και ξενυχτούσαν στον Εσταυρωμένο την άφησαν, για να μην την πληγώσουν. Τι να έλεγαν; Πληγωμένη ήταν.(5)

Παρηγοριά στους πενθούντες

- Πόση δύναμη χρειάζονται, Γέροντα, οι άνθρωποι, για να αντιμετωπίσουν τον αιφνίδιο θάνατο!

- Άμα έχουν συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής, βρίσκουν την δύναμη να αντιμετωπίσουν τον θάνατο, γιατί τον αντιμετωπίζουν πνευματικά. Με τα μηχανάκια πόσα παιδιά καταστρέφονται! Πόσα παλληκάρια σκοτώνονται με τις μοτοσυκλέτες! Σηκώνουν την μοτοσυκλέτα πίσω στην μία ρόδα, οπότε εύκολα τουμπάρουν και σπάζουν το κεφάλι τους. Το θεωρούν κατόρθωμα ποιος θα σηκώση την μοτοσυκλέτα περισσότερο! «Κρατούσα, λέει, σούζα την μοτοσυκλέτα στην πίσω ρόδα και τουμπάρισα». Ο διάβολος, βλέπεις, τι τους βάζει να κάνουν, για να χτυπήσουν στο κεφάλι; Γιατί αλλιώς, ακόμη κι αν είχαν κάποιο ατύχημα, μπορεί να χτυπούσαν αλλού και να μην σακατεύονταν. Για να επιτρέψη όμως ο Θεός την κακία του διαβόλου ή την απροσεξία του άλλου, σημαίνει ότι θα βγη κάτι καλό.(6)

-Τότε, Γέροντα, γιατί η Εκκλησία μας εύχεται «υπέρ του διαφυλαχθήναι» από αιφνίδιο θάνατο[50];

- Εκείνο είναι άλλο. Ζητά από τον Θεό να μη μας βρη ο θάνατος ανέτοιμους.

- Γέροντα, μια μητέρα είναι απαρηγόρητη, γιατί το παιδί της πηγαίνοντας στην δουλειά σκοτώθηκε σε τροχαίο.

- Πες της: «Από κακότητα χτύπησε ο οδηγός το παιδί σου; Όχι. Εσύ, για να σκοτωθή το έστειλες στην δουλειά; Όχι. Να πης λοιπόν ‘’δόξα Σοι ο Θεός’’, γιατί μπορεί να γινόταν ένα αλητάκι και ο Θεός το πήρε στην κατάλληλη ώρα. Τώρα είναι ασφαλισμένο στον Ουρανό. Τι κλαις; Ξέρεις ότι βασανίζεις το παιδί με το κλάμα; Θέλεις να βασανίζεται το παιδί σου ή να χαίρεται; Φρόντισε να βοηθήσης τα άλλα παιδιά που έχεις και είναι μακριά από τον Θεό. Γι’ αυτά να κλαις». Να, και χθες ήρθε μια μητέρα με κλάματα και μου είπε: «Μου πήρε ο Θεός το μονάκριβο παιδί μου», και τα έβαζε με τον Θεό. «Αν το καλοσκεφθής, της είπα, σε τίμησε ο Θεός. Το πήρε κοντά Του αγγελούδι, βαπτισμένο όπως ήταν. Αυτό είναι αγγελούδι και εσύ τα βάζεις με τον Θεό; Αυτό θα βρης μεθαύριο να πρεσβεύη στον Θεό». Μετά που μου μίλησε για την ζωή της, είπε πως μπορούσε να έχη πολλά παιδιά, αλλά, όταν ήταν νέα, δεν ήθελε να έχη παιδιά.(7)

Πόσες μητέρες προσεύχονται και ζητούν να είναι τα παιδιά τους κοντά στον Θεό! «Δεν ξέρω, λένε, τι θα κάνης, Θεέ μου, θέλω να σωθή το παιδί μου· να είναι κοντά Σου». Αν τυχόν όμως ο Θεός δη ότι το παιδί θα παραστρατήση, ότι πηγαίνει στην καταστροφή και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σωθή, το παίρνει με αυτόν τον τρόπο. Επιτρέπει λ.χ. έναν μεθυσμένο να το χτυπήση με το αυτοκίνητο και να το σκοτώση, και έτσι το παίρνει κοντά Του. Αν υπήρχε περίπτωση να γίνη καλύτερο, θα έφερνε ένα εμπόδιο να αποφύγη το ατύχημα. Μετά ξεμεθάει και αυτός που χτύπησε το παιδί, έρχεται σε συναίσθηση και σε όλη του την ζωή τον πειράζει η συνείδησή του. «Εγκλημάτησα», λέει. Και παρακαλεί συνέχεια τον Θεό να τον συγχωρήση. Σώζεται και αυτός. Η μάνα πάλι με τον πόνο της συμμαζεύεται, σκέφτεται τον θάνατο και ετοιμάζεται για την άλλη ζωή, οπότε σώζεται και αυτή. Βλέπετε πως οικονομάει ο Θεός από την προσευχή της μάνας να σώζωνται ψυχές; Αν όμως οι μητέρες δεν το καταλαβαίνουν αυτό, τα βάζουν με τον Θεό! Τι τραβάει και ο Θεός με εμάς!(8)

Όταν κανείς παύη να αντιμετωπίζη τα πράγματα κοσμικά, βρίσκει ανάπαυση. Γιατί, πως είναι δυνατόν ο άνθρωπος να παρηγορηθή αληθινά, αν δεν πιστέψη στον Θεό και στην αληθινή ζωή, την μετά θάνατον, την αιώνια; Τον καιρό που ήμουν στο Μοναστήρι του Στομίου, ζούσε στην Κόνιτσα μια χήρα γυναίκα, που πήγαινε συνέχεια στο Κοιμητήρι και έσκουζε ώρες ολόκληρες. Τους αναστάτωνε όλους με τις φωνές της. Χτυπιόταν, χτυπούσε το κεφάλι της στην πλάκα του τάφου! Όλο τον πόνο της τον έβγαζε εκεί. Πήγαιναν, την έπαιρναν από εκεί και αυτή ξαναγύριζε. Αυτό γινόταν για χρόνια. Ο άνδρας της είχε σκοτωθή από τους Γερμανούς και η κόρη της, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα, μόλις έγινε δεκαεννιά χρονών, πέθανε από καρδιά και είχε μείνει μόνη της η φουκαριάρα. Αν το δη κανείς αυτό εξωτερικά, θα πη: «Γιατί να το επιτρέψη ο Θεός;». (9)Και αυτή έτσι εξωτερικά το αντιμετώπιζε και δεν μπορούσε να παρηγορηθή. Μια φορά που πήγα να δω τι συμβαίνει, μου έλεγε: «Γιατί ο Θεός το έκανε αυτό; Ο άνδρας μου σκοτώθηκε στον πόλεμο. Είχα μια κόρη, μου την πήρε και αυτή...». Έλεγε-έλεγε, τα έβαζε με τον Θεό. Αφού την άφησα να ξεσπάση λίγο, της είπα: «Να σου πω κι εγώ κάτι. Τον άνδρα σου τον ήξερα· ήταν πολύ καλός. Σκοτώθηκε στον πόλεμο για την Πατρίδα, πάνω στο ιερό καθήκον. Ο Θεός δεν θα τον αφήση. Μετά σου άφησε την κόρη σου για λίγα χρόνια κοντά σου, οπότε είχες μια παρηγοριά. Έπειτα όμως, επειδή ίσως θα ξέφευγε η κοπέλα, την πήρε ο Θεός σ’ αυτήν την καλή κατάσταση που βρισκόταν, για να την σώση». Αυτή, ενώ ο άνδρας της ήταν πολύ ήσυχος, ήταν λίγο κοσμική. Δεν της είπα φυσικά ότι «εσύ ήσουν κοσμική», αλλά την ρώτησα: «Τώρα, εσύ, τι σκέφτεσαι; Αγαπάς τον κόσμο;». «Δεν θέλω να δω τίποτε και κανέναν», μου λέει. «Βλέπεις, της λέω, τώρα και για σένα ο κόσμος πέθανε. Ο πόνος σε βοηθάει και δεν σε ενδιαφέρει τίποτε το κοσμικό. Έτσι μεθαύριο θα είστε όλοι μαζί στον Παράδεισο. Τέτοια τιμή ο Θεός σε ποιον την έχει κάνει; Το καταλαβαίνεις;». Μετά από αυτήν την συζήτηση σταμάτησε να πηγαίνη στο Κοιμητήρι. Μόλις βοηθήθηκε να συλλάβη το βαθύτερο νόημα της ζωής, ησύχασε.(10)

- Γέροντα, άκουσα ότι, όταν κάποιος δολοφονήται, εξιλεώνεται, γιατί παίρνει τις αμαρτίες του ο δολοφόνος.

- Έχει ελαφρυντικά κατά κάποιον τρόπο. Μπορεί να πη στον Θεό: «Εγώ θα μετανοούσα, αλλά αυτός με σκότωσε». Έτσι θα πέση το βάρος στον δολοφόνο. Μερικοί που δεν τους κόβει λένε: «Αν υπήρχε Θεός, δεν θα άφηνε να γίνωνται συνέχεια εγκλήματα· θα τιμωρούσε τους εγκληματίες». Δεν καταλαβαίνουν ότι ο Θεός αφήνει τους εγκληματίες να ζήσουν, για να είναι αναπολόγητοι την ημέρα της Κρίσεως, που δεν μετανόησαν, παρόλο που τους έδωσε χρόνια, για να μετανοήσουν, ενώ εκείνους που σκοτώνονται θα τους τακτοποιήση.(11)

Ο θάνατος είναι αποχωρισμός για λίγα χρόνια

Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει. Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη. Είναι ένας αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα, Όπως, όταν πάη κάποιος, ας υποθέσουμε, στο εξωτερικό για έναν χρόνο, οι δικοί του στενοχωριούνται, γιατί θα τον αποχωρισθούν για έναν χρόνο, ή αν λείψη δέκα χρόνια, έχουν στενοχώρια για τον αποχωρισμό των δέκα χρόνων, έτσι πρέπει να βλέπουν και τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους πρόσωπα με τον θάνατο. Αν πεθάνη, ας υποθέσουμε, κάποιος και οι δικοί του είναι ηλικιωμένοι, να πουν: «Μετά από καμμιά δεκαπενταριά χρόνια θα ανταμώσουμε». Αν είναι νεώτεροι, να πουν: «Μετά από πενήντα χρόνια θα ανταμώσουμε». Πονάει φυσικά κανείς για τον θάνατο κάποιου συγγενικού του προσώπου, αλλά χρειάζεται πνευματική αντιμετώπιση. Τι λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα»[51]. Πόσες φορές λ.χ. θα τον έβλεπε εδώ στην γη; Κάθε μήνα; Να σκεφθή ότι εκεί θα τον βλέπη συνέχεια. Μόνον όταν δεν έχη καλή ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε. Αν λ.χ. ήταν σκληρός, τότε, αν πραγματικά τον αγαπάμε και θέλουμε να συναντηθούμε στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή γι’ αυτόν.(12)
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΖΩΗ


«Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός

για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση

και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη,

όχι μόνον άνθρωπος αλλά ούτε πουλί

να μην πάη στην κόλαση».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Η αντιμετώπιση του θανάτου


Μνήμη θανάτου

- Γέροντα, τι πρέπει να σκέφτεται κανείς την ημέρα που γεννήθηκε;

- Να σκέφτεται την ημέρα που θα πεθάνη και να ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι.

- Γέροντα, όταν κατά την εκταφή βρεθή άλειωτο το σώμα του νεκρού, αυτό οφείλεται σε κάποια αμαρτία για την οποία δεν μετάνοιωσε ο άνθρωπος;

- Όχι, δεν είναι πάντα αιτία κάποια αμαρτία. Μπορεί να οφείλεται και σε φάρμακα που έπαιρνε ή στο χώμα του νεκροταφείου. Όπως και νάναι όμως, όταν κάποιος βγη άλειωτος, εξιλεώνεται κάπως με το ρεζίλεμα που παθαίνει μετά τον θάνατό του.

- Γέροντα, γιατί, ενώ ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο γεγονός για τον άνθρωπο, εμείς τον ξεχνούμε;

- Ξέρεις, παλιά στα Κοινόβια υπήρχε ένας μοναχός που είχε ως διακονία να θυμίζη στους άλλους Πατέρες τον θάνατο. Περνούσε λοιπόν την ώρα της διακονίας από όλους τους αδελφούς και έλεγε στον καθέναν: «Αδελφέ, θα πεθάνουμε». Η ζωή είναι τυλιγμένη με την θνητή σάρκα. Το μεγάλο αυτό μυστικό δεν είναι εύκολο να το καταλάβουν όσοι άνθρωποι είναι μόνο «σάρκες», γι’ αυτό δεν θέλουν να πεθάνουν, δεν θέλουν ούτε να ακούσουν για θάνατο. Έτσι ο θάνατος γι’ αυτούς είναι διπλός θάνατος και διπλή στενοχώρια.

Ευτυχώς όμως ο Καλός Θεός οικονόμησε, ώστε να βοηθιούνται από μερικά πράγματα τουλάχιστον οι ηλικιωμένοι, που φυσιολογικά είναι πιο κοντά στον θάνατο. Ασπρίζουν τα μαλλιά, κόβεται το κουράγιο, οι δυνάμεις τους σιγά-σιγά τους εγκαταλείπουν, αρχίζουν να τρέχουν τα σάλια, οπότε ταπεινώνονται και αναγκάζονται να φιλοσοφούν πάνω στην ματαιότητα αυτού του κόσμου. Και να θέλουν να κάνουν καμμιά αταξία, δεν μπορούν, γιατί όλα αυτά τους φρενάρουν. Ή ακούν ότι κάποιος στην ηλικία τους ή και νεώτερος πέθανε, και θυμούνται τον θάνατο. Βλέπουμε στα χωριά, όταν χτυπάη η καμπάνα για κηδεία, οι ηλικιωμένοι που κάθονται στο καφενείο σηκώνονται, κάνουν τον σταυρό τους και ρωτούν να μάθουν ποιος πέθανε και πότε γεννήθηκε. «Ω, τι γίνεται, λένε, φθάνει και η δική μας σειρά· όλοι θα φύγουμε από αυτόν τον κόσμο!». Καταλαβαίνουν ότι τα χρόνια πέρασαν, ότι το σχοινί της ζωής τους άρχισε να μαζεύεται και ο Πολυχρόνης[41] πλησιάζει. Έτσι διαρκώς σκέφτονται τον θάνατο. Πες σε ένα μικρό παιδί «κάνε μνήμη θανάτου», αυτό θα πη «τραλαλά» και θα συνεχίση να χτυπάη το τόπι του. Γιατί το μικρό παιδί, αν το βοηθούσε ο Θεός να καταλάβη τον θάνατο, θα απογοητευόταν το κακόμοιρο και θα αχρηστευόταν, γιατί δεν θα είχε όρεξη για τίποτε. Γι’ αυτό οικονομάει ο Θεός σαν καλός Πατέρας να μην καταλαβαίνη τον θάνατο και να παίζη ξένοιαστο και χαρούμενο το τόπι του. Όσο περνάει όμως η ηλικία, σιγά-σιγά καταλαβαίνει και αυτό τον θάνατο.

Βλέπεις, και ένας αρχάριος μοναχός, ιδίως όταν είναι νέος, δεν μπορεί να έχη μνήμη θανάτου. Σκέφτεται ότι έχει χρόνια μπροστά του και δεν τον απασχολεί το ζήτημα αυτό. Θυμάστε και ο Απόστολος Παύλος που είπε: «Φωνάξτε τους νεανίσκους να πάρουν τον νεκρό Ανανία και την Σαπφείρα»[42]; Και στα μοναστήρια συνήθως τα νέα καλογέρια θάβουν τους νεκρούς. Οι μεγάλοι συγκινημένοι ρίχνουν λίγο χώμα επάνω στο σώμα του νεκρού με ευλάβεια και ποτέ στο κεφάλι. Έχω μια δυσάρεστη εικόνα από ένα μοναστήρι όπου είχε πεθάνει ένας αδελφός. Την ώρα του ενταφιασμού, όταν έλεγε ο ιερεύς «γη ει και εις γην απελεύσει»[43], όλοι οι Πατέρες με πολλή ευλάβεια και συστολή πήραν λίγο χώμα και το έρριξαν επάνω στην σορό του μοναχού, όπως συνηθίζεται να γίνεται. Ένας νεαρός μοναχός μάζεψε το ζωστικό του, πήρε το φτυάρι και απρόσεκτα και με ορμή έρριχνε πάνω στον νεκρό οτιδήποτε εύρισκε μπροστά του, χώμα, πέτρες, ξύλα, παφ-παφ..., για να δείξη παλληκαριά! Βρήκε την ώρα να δείξη την δύναμή του, την εργατικότητά του. Δεν είναι ότι φύτευαν δένδρα ή γέμιζαν κάποιον λάκκο, για να μπη η καλωσύνη, η θυσία, και να πη: «Οι άλλοι είναι γεροντάκια. Τι να περιμένω από αυτούς; Ας δουλέψω εγώ». Οπότε θα κουραζόταν λίγο παραπάνω, για να ξεκουράση τους άλλους. Εδώ και ένα ζώο να δη κανείς νεκρό, λυπάται, πόσο μάλλον να βλέπη τον αδελφό του στον τάφο και με το φτυάρι να ρίχνη με μια ορμή και απρόσεκτα πάνω στον νεκρό χώμα, πέτρες... Αυτό δείχνει ότι δεν είχε καμμιά συναίσθηση του θανάτου.

Η συμφιλίωση με τον θάνατο

- Γέροντα, έγινε η τελική διάγνωση. Ο όγκος που έχετε είναι καρκίνος, και μάλιστα άγριος.

- Φέρε ένα μαντήλι να χορέψω το «Έχε γεια, καημένε κόσμε»! Εγώ ποτέ δεν χόρεψα στην ζωή μου, αλλά τώρα από την χαρά μου που πλησιάζει ο θάνατος θα χορέψω.

- Γέροντα, ο γιατρός είπε ότι πρέπει να γίνουν πρώτα ακτινοβολίες, για να συρρικνωθή ο όγκος, και μετά να γίνη επέμβαση.

- Κατάλαβα! Πρώτα θα βομβαδίση η αεροπορία και μετά θα γίνη η επίθεση! Λοιπόν θα πάω επάνω και θα σας φέρω νέα!... Μερικοί, ακόμη και γέροι, αν τους πη ο γιατρός «θα πεθάνης» ή «πενήντα τοις εκατό υπάρχει ελπίδα να ζήσης», στεναχωριούνται. Θέλουν να ζήσουν. Τι θα βγάλουν; Απορώ! Αν είναι κανείς νέος, ε, κάπως δικαιολογείται, αλλά ένας γέρος να κάνη προσπάθεια να ζήση, αυτό δεν το καταλαβαίνω. Άλλο είναι να κάνη μια θεραπεία, για να μπορή να αντέξη κάπως τον πόνο. Δεν θέλει δηλαδή να παρατείνη την ζωή του, αλλά θέλει μόνο να είναι λίγο πιο υποφερτοί οι πόνοι και να αυτοεξυπηρετήται, μέχρι να πεθάνη· αυτό έχει νόημα.

- Γέροντα, παρακαλούμε τον Θεό να σας δώση παράταση ζωής.

- Γιατί, Ο Ψαλμός δεν λέει ότι εβδομήκοντα είναι τα χρόνια της ζωής μας[44];

- Προσθέτει όμως ο Ψαλμωδός και «εάν εν δυναστείαις, ογδοήκοντα»...

- Ναι, αλλά λέει και «το πλείον αυτών κόπος και πόνος»[45], οπότε καλύτερη η ανάπαυση στην άλλη ζωή!

- Μπορεί, Γέροντα, κάποιος από ταπείνωση να μην αισθάνεται έτοιμος πνευματικά για την άλλη ζωή και να θέλη ακόμη να ζήση, για να ετοιμασθή;

- Αυτό είναι καλό, αλλά που να ξέρει ότι, αν ζήση κι άλλο, δεν θα γίνη χειρότερος;

- Γέροντα, πότε συμφιλιώνεται κανείς με τον θάνατο;

- Ποτέ; Άμα ζη μέσα του ο Χριστός, τότε είναι χαρά ο θάνατος. Όχι όμως να χαίρεται που θα πεθάνη, γιατί βαρέθηκε την ζωή του. Όταν χαίρεσαι τον θάνατο, με την καλή έννοια, φεύγει ο θάνατος και πάει να βρη κανέναν φοβητσιάρη! Όταν θέλης να πεθάνης, δεν πεθαίνεις. Όποιος καλοπερνάει, φοβάται τον θάνατο, γιατί ευχαριστιέται με την κοσμική ζωή και δεν θέλει να πεθάνη, Αν του πουν για θάνατο, λέει: «Κουνήσου από την θέση σου»! Ενώ, όποιος ταλαιπωρείται, πονάει κ.λπ., θεωρεί τον θάνατο λύτρωση και λέει: «Κρίμα, δεν ήρθε ακόμη ο Χάρος να με πάρη... Κάποιο εμπόδιο θα τον βρήκε»!

Λίγοι άνθρωποι θέλουν τον θάνατο. Οι πιο πολλοί κάτι θέλουν να τελειώσουν και δεν θέλουν να πεθάνουν. Ο καλός Θεός όμως οικονομάει να πεθάνη ο καθένας, όταν ωριμάση. Πάντως ένας πνευματικός άνθρωπος, είτε νέος είναι είτε γέρος, πρέπει να χαίρεται που ζη, να χαίρεται που θα πεθάνη, αλλά να μην επιδιώκη να πεθάνη, γιατί αυτό είναι αυτοκτονία.

Για έναν πεθαμένο κοσμικά και αναστημένο πνευματικά δεν υπάρχει ποτέ καθόλου αγωνία, φόβος και άγχος, γιατί περιμένει τον θάνατο με χαρά, επειδή θα πάη κοντά στον Χριστό και θα αγάλλεται. Αλλά χαίρεται και γιατί ζη, επειδή ζη πάλι κοντά στον Χριστό και νιώθει ένα μέρος της χαράς του Παραδείσου επί της γης και διερωτάται αν υπάρχη ανώτερη χαρά στον Παράδεισο από αυτήν που νιώθει στην γη. Τέτοιοι άνθρωποι αγωνίζονται με φιλότιμο και αυταπάρνηση και, επειδή μπροστά τους τον θάνατο και τον σκέφτονται καθημερινά, ετοιμάζονται πιο πνευματικά, αγωνίζονται τολμηρότερα και νικούν την ματαιότητα.

Οι ετοιμοθάνατοι

- Γέροντα, μας ζήτησαν να ευχηθούμε για κάποιον που μέρες ψυχορραγούσε και δεν έβγαινε η ψυχή του.

- Γιατί δεν έβγαινε η ψυχή του; Εξομολογήθηκε;

- Όχι, δεν θέλησε να εξομολογηθή. Δηλαδή, Γέροντα, η ταλαιπωρία του ανθρώπου, όταν βγαίνη η ψυχή του, οφείλεται στην αμαρτωλότητά του;

- Δεν είναι απόλυτο αυτό. Ούτε όταν βγαίνη η ψυχή του ανθρώπου ήρεμα, σημαίνει πως είναι σε καλή κατάσταση, αλλά ούτε και όσοι ταλαιπωρούνται στα τελευταία τους σημαίνει πως έχουν πολλές αμαρτίες. Είναι μερικοί που από μεγάλη ταπείνωση ζητούν επίμονα από τον Θεό να έχουν άσχημο τέλος, για να μείνουν μετά τον θάνατό τους στην αφάνεια. Ή μπορεί κάποιος να έχη άσχημο τέλος, για να ξεχρεώση λίγο χρέος. Επειδή λ.χ. τον εγκωμίαζαν οι άνθρωποι περισσότερο από όσο άξιζε, επιτρέπει ο Θεός να παρουσιάση παραξενιές την ώρα του θανάτου του, για να ξεπέση στα μάτια των ανθρώπων. Άλλες φορές πάλι οικονομάει ο Θεός να έχουν μερικοί δυσκολία, όταν ψυχορραγούν, για να καταλάβουν όσοι είναι κοντά του πόσο δύσκολα είναι εκεί στην κόλαση, όταν δεν τακτοποιηθής εδώ. Ενώ, εάν είναι τα χαρτιά καλά, είσαι δηλαδή τακτοποιημένος, περνάς από την μια ζωή στην άλλη, χωρίς να σε πλησιάζουν καθόλου τα ταγκαλάκια.

- Γέροντα, σε έναν ετοιμοθάνατο ή σε κάποιον που έχει μια σοβαρή αρρώστια είναι σωστό να μην πούμε την αλήθεια;

- Ανάλογα και με το τι άνθρωπος είναι. Καμμιά φορά, με ρωτάει κανένας καρκινοπαθής: «Τι λες, Γέροντα, θα ζήσω ή θα πεθάνω;». Αν του πω «θα πεθάνης», θα πεθάνη εκείνη την ώρα από την στενοχώρια του. Ενώ, αν δεν του το πω, παίρνει κουράγιο και αντιμετωπίζει με θάρρος την αρρώστια του. Όταν ωριμάση, σηκώνει μόνος του τον σταυρό του και προχωράει. Έτσι μπορεί να ζήση μερικά χρόνια, να συμπαρασταθή στην οικογένειά του και να ετοιμασθή και αυτός και οι δικοί του. Δεν του λέω φυσικά ότι θα ζήση χίλια χρόνια ή ότι αυτό που έχει δεν είναι τίποτε, αλλά του λέω: «Ανθρωπίνως είναι δύσκολο να βοηθηθής. Φυσικά για τον Θεό δεν είναι τίποτε δύσκολο, αλλά εσύ κοίταξε να τακτοποιηθής».

- Μερικές φορές, Γέροντα, οι δικοί του διστάζουν να τον κοινωνήσουν, για να μην τον βάλουν σε λογισμούς.

- Δηλαδή να πάη ακοινώνητος, για να μην καταλάβη ότι θα πεθάνη και στεναχωρεθή; Ας του πουν οι δικοί του: «Η Θεία Κοινωνία είναι φάρμακο. Θα σε βοηθήση. Καλά είναι να κοινωνήσης». Οπότε κοινωνάει, βοηθιέται και συγχρόνως ετοιμάζεται για την άλλη ζωή.

- Γέροντα, στους ψυχορραγούντας πρέπει να κάνουν Ευχέλαιο;

- Σε όσους δυσκολεύονται να ξεψυχήσουν, διαβάζουν την «Ακολουθία εις ψυχορραγούντα»[46]. Το Ευχέλαιο γίνεται για όλους τους αρρώστους, δεν γίνεται μόνο για όσους βρίσκονται στα τελευταία τους.

- Αυτά που λέει, Γέροντα, κανείς, όταν ψυχορραγή, έχουν κάποια σχέση με την κατάστασή του;

- Να μη βγάζουμε εύκολα συμπεράσματα. Μπορεί κάποιος την ώρα που ξεψυχάει να πονάη, να ζορίζεται και το πρόσωπό του να έχη την έκφραση του πόνου, οπότε οι άλλοι νομίζουν ότι δεν είναι καλά ψυχικά. Διαφέρει όμως η πονεμένη έκφραση από την άλλη που είναι άγρια και τρομαγμένη. Εκείνος υποφέρει, έχει τον πόνο του ο καημένος και οι άλλοι μπορεί να λένε ότι παλεύει με τα δαιμόνια που ήρθαν να του πάρουν την ψυχή!

- Γέροντα, μια ψυχή που φεύγει από αυτήν την ζωή τακτοποιημένη θα περάση από τα τελώνια;

- Όταν μια ψυχή είναι τακτοποιημένη και ανεβαίνη στον Ουρανό, δεν μπορούν τα ταγκαλάκια να την πειράξουν. Ενώ, αν δεν είναι τακτοποιημένη, βασανίζεται από τα ταγκαλάκια. Μερικές φορές μάλιστα ο Θεός επιτρέπει να βλέπη τα τελώνια η ψυχή του ανθρώπου που έχει χρέη, την ώρα που ψυχορραγεί, για να βοηθήση εμάς που θα ζήσουμε ακόμη, ώστε να αγωνισθούμε να εξοφλήσουμε εδώ τα χρέη μας. Θυμάστε το γεγονός με την Θεοδώρα[47]; Οικονομάει δηλαδή να βλέπουν μερικοί ορισμένα πράγματα, για να βοηθηθούν οι άλλοι και να μετανοήσουν. Στον βίο του Οσίου Ευφροσύνου[48] λ.χ. διαβάζουμε ότι ο Ηγούμενος, μετά από το όραμα που είδε, βρέθηκε με τα μήλα στο χέρι, για να τα δουν οι άλλοι και να βοηθηθούν.

Καμμιά φορά πάλι οικονομάει ο Θεός να έχη η ψυχή έναν διάλογο την ώρα που ξεψυχάει, για να μετανοήση ο ίδιος ο άνθρωπος που βρίσκεται στα τελευταία του ή αυτοί που τον ακούν. Βλέπεις, ο Θεός έχει πολλούς τρόπους που σώζει τον άνθρωπο. Πότε βοηθάει με Αγγέλους, πότε με δοκιμασίες ή με διάφορα σημεία. Είχα γνωρίσει μια γυναίκα που φερόταν βάρβαρα στον άνδρα της και στην πεθερά της· τους έδερνε και τους δύο. Εκείνη γύριζε στις γειτονιές και κουβέντιαζε και την πεθερά της, που ήταν γριούλα, την έστελνε κάθε μέρα στο χωράφι. Πήγαινε η φουκαριάρα η γριά κάθε μέρα στο χωράφι, δυο ώρες δρόμο, σβαρνίζοντας τα πόδια της και δούλευε από το πρωί ως το βράδυ, χωρίς να παραπονιέται. Ώσπου μια μέρα, μόλις γύρισε στο σπίτι, πτώμα από την κούραση, έπεσε κάτω και έλεγε στην νύφη της: «Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ μου παίρνει την ψυχή. Σκούπισε, παιδάκι μου, τα αίματα». «Ποια αίματα, γιαγιά;», την ρωτούσε με αγωνία η νύφη, γιατί δεν έβλεπε να έχη αίματα επάνω της. «Να, παιδάκι μου, τα αίματα που τρέχουν! Σκούπισέ τα, σκούπισέ τα!». Γυρίζει η νύφη να κοιτάξη, και η γιαγιά είχε ξεψυχήσει. Μετά από αυτό το περιστατικό συνετίσθηκε και άλλαξε ζωή· από θηρίο έγινε αρνί. Ήταν οικονομία Θεού να δη την πεθερά της να ξεψυχάη με αυτά τα λόγια, να πιστέψη ότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ παίρνει τις ψυχές δήθεν με το σπαθί, για να φοβηθή και να μετανοήση. Της μίλησε δηλαδή ο Θεός με την γλώσσα που καταλάβαινε, για να συνέλθη, γιατί, φαίνεται, θα είχε καλή διάθεση.

- Και όταν, Γέροντα, ο ετοιμοθάνατος φωνάζη κεκοιμημένους συγγενείς του, τι σημαίνει;

- Πολλές φορές και αυτό γίνεται, για να παραδειγματίζωνται οι άλλοι που είναι κοντά στον ετοιμοθάνατο. Γνώρισα μια πλούσια κυρία, που ήταν αγία γυναίκα. Δεν είχε παντρευτή και έμενε με την αδελφή της, στην οποία είχε δώσει όλη την περιουσία της. Ο γαμπρός της, που πέθανε μετά από αυτήν, όταν ξεψυχούσε, την φώναζε: «Έλα, Δέσποινα, να συγχωρεθούμε. Να με συγχωρέσης..., πολύ σε ταλαιπώρησα, να με συγχωρέσης!». «Που είναι η Δέσποινα;», τον ρώτησαν. «Να, δεν την βλέπετε; να, εκεί είναι!» τους είπε και μετά ξεψύχησε.

- Συγχωρούνται, Γέροντα, έτσι οι άνθρωποι, ακόμη και την τελευταία στιγμή της ζωής τους με κάποιον που έχει ήδη πεθάνει;

- Επιτρέπει ο Θεός, έστω και έτσι να συγχωρεθούν, επειδή ο άνθρωπος, την ώρα που πεθαίνει, μετανοιώνει και αισθάνεται την ανάγκη να ζητήση συγγνώμη.
Η αυτοκτονία

- Γέροντα, μερικοί άνθρωποι, αν συναντήσουν κάποια μεγάλη δυσκολία στην ζωή τους, αμέσως σκέφτονται να αυτοκτονήσουν;

- Μπαίνει ο εγωισμός στην μέση. Οι περισσότεροι που αυτοκτονούν, ακούν τον διάβολο που τους λέει πως, αν τερματίσουν την ζωή τους, θα γλιτώσουν από το εσωτερικό βάσανο που περνούν, και από εγωισμό αυτοκτονούν. Αν λ.χ. κάνη κάποιος μια κλεψιά και αποδειχθή ότι έκλεψε, «πάει, λέει, τώρα έγινα ρεζίλι» και, αντί να μετανοήση, να ταπεινωθή και να εξομολογηθή, για να λυτρωθή, αυτοκτονεί. Άλλος αυτοκτονεί, γιατί το παιδί του είναι παράλυτο. «Πως να έχω παράλυτο παιδί εγώ;» λέει και απελπίζεται. Αν είναι υπεύθυνος γι’ αυτό και το αναγνωρίζη, ας μετανοήση. Πως βάζει τέρμα στην ζωή του και αφήνει το παιδί του στον δρόμο; Δεν είναι πιο υπεύθυνος μετά;

- Γέροντα, συχνά ακούμε για κάποιον που αυτοκτόνησε ότι είχε ψυχολογικά προβλήματα.

- Οι ψυχοπαθείς, όταν αυτοκτονούν, έχουν ελαφρυντικά, γιατί είναι σαλεμένο το μυαλό τους. Και συννεφιά να δουν, νιώθουν ένα πλάκωμα. Αν έχουν και μια στενοχώρια, έχουν διπλή συννεφιά. Γι’ αυτούς όμως που αυτοκτονούν χωρίς να είναι ψυχοπαθείς – καθώς και για τους αιρετικούς -, δεν εύχεται η Εκκλησία, αλλά τους αφήνει στην κρίση και στο έλεος του Θεού. Ο ιερέας δεν μνημονεύει τα ονόματά τους στην Προσκομιδή ούτε τους βγάζει μερίδα, γιατί με την αυτοκτονία αρνούνται, περιφρονούν την ζωή που είναι δώρο του Θεού. Είναι σαν να τα πετούν όλα στο πρόσωπο του Θεού.

Αλλά εμείς πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή για όσους αυτοκτονούν, για να κάνη κάτι ο Καλός Θεός και γι’ αυτούς, γιατί δεν ξέρουμε πως έγινε και αυτοκτόνησαν, ούτε σε τι κατάσταση βρέθηκαν την τελευταία στιγμή. Μπορεί, την ώρα που ξεψυχούσαν, να μετάνοιωσαν, να ζήτησαν συγχώρηση από τον Θεό και να έγινε δεκτή η μετάνοιά τους, οπότε την ψυχή τους να την παρέλαβε Άγγελος Κυρίου.

Είχα ακούσει ότι ένα κοριτσάκι σε ένα χωριό πήγε να βοσκήση την κατσίκα τους. Την έδεσε στο λιβάδι και πήγε πιο πέρα να παίξη. Ξεχάστηκε όμως στο παιχνίδι και η κατσίκα λύθηκε και έφυγε. Έψαξε, αλλά δεν την βρήκε και γύρισε στο σπίτι χωρίς την κατσίκα. Ο πατέρας του θύμωσε πολύ, το έδειρε και το έδιωξε από το σπίτι. «Να πας να βρης την κατσίκα, του είπε. Αν δεν την βρης, να πας να κρεμασθής». Ξεκίνησε το ταλαίπωρο να πάη να ψάξη. Βράδιασε και αυτό ακόμη δεν είχε γυρίσει στο σπίτι. Οι γονείς, βλέποντας ότι νύχτωσε, βγήκαν ανήσυχοι να βρουν το παιδί. Έψαξαν και το βρήκαν κρεμασμένο σε ένα δένδρο. Είχε δέσει στον λαιμό του το σχοινί της κατσίκας και κρεμάστηκε στο δένδρο. Το κακόμοιρο είχε φιλότιμο και πήρε κατά γράμμα αυτό που του είπε ο πατέρας του. Το έθαψαν μετά έξω από το κοιμητήρι.

Η Εκκλησία φυσικά καλά έκανε και το έθαψε απ’ έξω, για να φρενάρη όσους αυτοκτονούν για το παραμικρό, αλλά και ο Χριστός καλά θα κάνη, αν το βάλη μέσα στον Παράδεισο.
......
 RHODES ISLAND ORTHODOXY RODOS / ΝΗΣΟΣ ΡΟΔΟΣ ΕΛΛΑΔΑ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
......

Το κακό είναι που οι σημερινοί άνθρωποι, επειδή η αμαρτία έχει γίνει μόδα, αν δουν έναν να μην ακολουθή το ρεύμα της εποχής, να μην αμαρτάνη, να είναι λίγο ευλαβείς, τον λένε καθυστερημένο, οπισθοδρομικό. Αυτοί οι άνθρωποι το να μην αμαρτάνουν το θεωρούν προσβολή και την αμαρτία την θεωρούν πρόοδο! (Γέροντας Παϊσιος)
Copyright 2015 © Ορθόδοξη Ρόδος News.
Αγιος Ιωάννης Χρυσόστομος - Περί της αγάπης του Χριστού / Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.
Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.
Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.
Πάντα μοι σύ και αδελφός  και συγκληρονόμος και  φίλος και  μέλος. Τι πλέον θέλεις;
Από το Blogger.
prosfores-rodou | rhodes-market | supersport123.gr | rodos-news | ειδησεις ροδου | livegreektvonline